3 Νοεμβρίου, 2010

Οι μάχες

Posted in Μάχες, Ομηρικά Έπη στις 8:51 ΠΜ από elzin


που έχουμε δώσει…στις Πύλες της Φωτιάς

του Ενεργούς Απείρου του Λόγου και της Σιωπής

Π ολεμιστής:
κοίταξε αυτό, το Άπειρο, που σε… περιμένει μπροστά σου, αδυσώπητα,
όπως, “έτσι “,
σ’έχει κοιτάξει και …αυτό!

Ο ” πολεμιστής”, είναι κάτι παραπάνω, από απλή έννοια.

Είναι ένας τρόπος ζωής και αυτός ο τρόπος ζωής, είναι ο μόνος, που συμπεριλαμβάνει ,ότι μπορεί να προβλεφτεί.

Χωρίς την έννοια του πολεμιστή, είναι αδύνατο να διαβεί κάποιος,
τα εμπόδια, που ορθώνονται στο μονοπάτι της Γνώσης.
Γι’αυτό είναι απαραίτητο στοιχείο η ίδια η ψυχική διάθεση του πολεμιστή και
όλα αυτά εμπεριέχονται ,στην ίδια την ψυχική δομή του.
Ο πολεμιστής αντλεί από τις ίδιες τις σιωπηλές του πεποιθήσεις, όλη την ώθηση, που χρειάζεται για να δώσει την μάχη με σιγουριά.
Χωρίς μεμψιμοιρίες και χωρίς την ανάγκη να υμνηθεί.
Από την στιγμή που γίνεται αποδεκτή αυτή η λογική,
ότι ο θάνατος είναι μόνιμος σύντροφος μας,
μια γέφυρα σχηματίζεται.

Μια γέφυρα, που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο της καθημερινότητας και σε κάτι, το οποίο βρίσκεται μπροστά μας χαμένο μέσα στην ομίχλη, που δεν φαίνεται πραγματικά.
κάτι τόσο τρομερά ακαθόριστο, που να μπορεί να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς, και παρόλο αυτά υπάρχει αναντίρρητα παρόν.
Η μόνη επίγεια ύπαρξη, ικανή να διασχίσει, αυτή την γέφυρα, είναι ο πολεμιστής.
Σιωπηλός μέσα στην πάλη του, ακάθεκτος, επειδή δεν έχει τίποτα να χάσει και ,

αποτελεσματικός, επειδή, έχει να κερδίσει τα πάντα!

Το Άπειρο… των Πολεμιστών!

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΛΑΪΟΝτης Χώρας των Λιονταριών

37 Σχόλια »

  1. elzin said,

    1. Στο νησί των Κικόνων
    Πως την κλέβουν την Κικόνια ενέργεια οι
    χειροδύναμοι κάτοικοι… στην Ίσμαρο;

    Κίκυς σημαίνει ισχύς, ρώμη, δύναμη ενεργητικότητα!

    Οι Κίκονες είναι ο σταθμός,
    που φτιάχνεις μια γερή ασπίδα να σε προστατεύει από τις επιθέσεις και τις πέτρες που σου πετούν κάποιοι “άγριοι” λαοί και άνθρωποι και πάντα θα βρίσκονται τέτοιοι, έτοιμοι να σε τσακίσουν μόλις κάνεις το πρώτο βήμα… της επιστροφής.
    Οι Κίκονες είναι μια μικρή Τροία μετά…την μεγάλη .

    Τρία μήλα….για την επιστροφή από την Τροία!
    Ένα για τον αφηγητή,
    ένα για το ακροατή
    και ένα…για την ιστορία.

    Άρης Λεόν

    1. Στο νησί των Κικόνων

    Αφήτωρ

    Τhermopylae 480 B.C – Θερμοπύλαι 480 π.Χ

  2. elzin said,

    Εις »Αρεα
    ‘~Αρες υπερμενέτα, βρισάρματε, χρυσεοπήληξ,
    οβριμόθυμε, φέρασπι, πολισσόε, χαλκοκορυστά,
    καρτερόχειρ, αμόγητε, δορυσθενές, έρκος ‘Ολύμπου,
    Νίκης ευπολέμοιο πάτερ, συναρωγέ Θέμιστος,
    αντιβίοισι τύραννε, δικαιοτάτων αγέ φωτών,
    ηνορέης σκηπτούχε, πυραυγέα κύκλον ελίσσων
    αιθέρος επταπόροις ενί τείρεσιν ένθα σε πώλοι
    ζαφλεγέες τριτάτης υπέρ άντυγος αιέν έχουσι:
    κλύθι βροτών επίκουρε, δοτήρ ευθαλέος ήβης,
    πρηΰ καταστίλβων σέλας υψόθεν ες βιότητα
    ημετέρην καί κάρτος αρήϊον, ώς κε δυναίμην
    σεύασθαι κακότητα πικρήν απ’ εμοίο καρήνου,
    καί ψυχής απατηλόν υπογνάμψαι φρεσίν ορμήν
    θυμού τ’ αύ μένος οξύ κατισχέμεν ός μ’ ερέθησι
    φυλόπιδος κρυερής επιβαινέμεν: αλλά σύ θάρσος
    δός μάκαρ, ειρήνης τε μένειν εν απήμοσι θεσμοίς
    δυσμενέων προφυγόντα μόθον κήράς τε βιαίους.

    Αφήτωρ

    ΚΑΒΕΙΡΟΣ – ΥΜΝΟΣ ΑΡΕΩΣ

  3. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία […]

  4. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία Αφήτωρ […]

  5. elzin said,

    2. Στο νησί των Λωτοφάγων
    Παίρνουμε ξανά,
    το μήλο του αφηγητή
    και συνεχίζουμε…
    Πως μπορεί να κερδηθεί κάτι που έχει αρπαχθεί τόσο ληστρικά.
    Ο Ταύρος συνδέεται και με την Πρόθεση.
    Τι είναι η πρόθεση;
    Είναι δύσκολο να εξηγηθεί με λόγια γιατί είναι πίσω από τα λόγια και διακρίνεται κυρίως στο βλέμμα που …την γνέφει.
    Για να ξανακερδίσει αυτά που έχασε κάποιος εκτός από μια ισχυρή ενεργοποιημένη πρόθεση χρειάζεσαι και γνώση…

    Δήμητρα Λεόν

    2. Στο νησί των Λωτοφάγων

    Αφήτωρ

    ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΧΗ.

  6. elzin said,

    Εις Δημήτηρ
    Δήμητρ’ ηΰκομον σεμνήν θεάν άρχομ’ αείδειν,
    αυτήν ηδέ θύγατρα τανύσφυρον ήν ‘Αϊδωνεύς
    ήρπαξεν, δώκεν δέ βαρύκτυπος ευρυόπα Ζεύς,
    νόσφιν Δήμητρος χρυσαόρου αγλαοκάρπου
    παίζουσαν κούρησι σύν ‘Ωκεανού βαθυκόλποις,
    άνθεά τ’ αινυμένην ρόδα καί κρόκον ηδ’ ία καλά
    λειμών’ άμ μαλακόν καί αγαλλίδας ηδ’ υάκινθον
    νάρκισσόν θ’, όν φύσε δόλον καλυκώπιδι κούρη
    Γαία Διός βουλήσι χαριζομένη πολυδέκτη
    θαυμαστόν γανόωντα, σέβας τότε πάσιν ιδέσθαι
    αθανάτοις τε θεοίς ηδέ θνητοίς ανθρώποις:
    τού καί από ρίζης εκατόν κάρα εξεπεφύκει,
    κώζ’ ήδιστ’ οδμή, πάς δ’ ουρανός ευρύς ύπερθε
    γαίά τε πάσ’ εγέλασσε καί αλμυρόν οίδμα θαλάσσης.
    η δ’ άρα θαμβήσασ’ ωρέξατο χερσίν άμ’ άμφω
    καλόν άθυρμα λαβείν: χάνε δέ χθών ευρυάγυια
    Νύσιον άμ πεδίον τή όρουσεν άναξ πολυδέγμων
    ίπποις αθανάτοισι Κρόνου πολυώνυμος υιός.
    αρπάξας δ’ αέκουσαν επί χρυσέοισιν όχοισιν
    ήγ’ ολοφυρομένην: ιάχησε δ’ άρ’ όρθια φωνή
    κεκλομένη πατέρα Κρονίδην ύπατον καί άριστον.
    ουδέ τις αθανάτων ουδέ θνητών ανθρώπων
    ήκουσεν φωνής, ουδ’ αγλαόκαρποι ελαίαι,
    ει μή Περσαίου θυγάτηρ αταλά φρονέουσα
    άϊεν εξ άντρου `Εκάτη λιπαροκρήδεμνος,
    ‘Ηέλιός τε άναξ `Υπερίονος αγλαός υιός,
    κούρης κεκλομένης πατέρα Κρονίδην: ο δέ νόσφιν
    ήστο θεών απάνευθε πολυλλίστω ενί νηώ
    δέγμενος ιερά καλά παρά θνητών ανθρώπων.
    τήν δ’ αεκαζομένην ήγεν Διός εννεσίησι
    πατροκασίγνητος πολυσημάντωρ πολυδέγμων
    ίπποις αθανάτοισι Κρόνου πολυώνυμος υιός.
    όφρα μέν ούν γαίάν τε καί ουρανόν αστερόεντα
    λεύσσε θεά καί πόντον αγάρροον ιχθυόεντα
    αυγάς τ’ ηελίου, έτι δ’ ήλπετο μητέρα κεδνήν
    όψεσθαι καί φύλα θεών αιειγενετάων,
    τόφρα οι ελπίς έθελγε μέγαν νόον αχνυμένης περ:
    ήχησαν δ’ ορέων κορυφαί καί βένθεα πόντου
    φωνή υπ’ αθανάτη, τής δ’ έκλυε πότνια μήτηρ.
    οξύ δέ μιν κραδίην άχος έλλαβεν, αμφί δέ χαίταις
    αμβροσίαις κρήδεμνα δαΐζετο χερσί φίλησι,
    κυάνεον δέ κάλυμμα κατ’ αμφοτέρων βάλετ’ ώμων,
    σεύατο δ’ ώς τ’ οιωνός επί τραφερήν τε καί υγρήν
    μαιομένη: τή δ’ ού τις ετήτυμα μυθήσασθαι
    ήθελεν ούτε θεών ούτε θνητών ανθρώπων,
    ούτ’ οιωνών τις τή ετήτυμος άγγελος ήλθεν.
    εννήμαρ μέν έπειτα κατά χθόνα πότνια Δηώ
    στρωφάτ’ αιθομένας δαΐδας μετά χερσίν έχουσα,
    ουδέ ποτ’ αμβροσίης καί νέκταρος ηδυπότοιο
    πάσσατ’ ακηχεμένη, ουδέ χρόα βάλλετο λουτροίς.
    αλλ’ ότε δή δεκάτη οι επήλυθε φαινολίς ‘Ηώς
    ήντετό οι `Εκάτη σέλας εν χείρεσσιν έχουσα,
    καί ρά οι αγγελέουσα έπος φάτο φώνησέν τε:
    πότνια Δημήτηρ ωρηφόρε αγλαόδωρε
    τίς θεών ουρανίων ηέ θνητών ανθρώπων
    ήρπασε Περσεφόνην καί σόν φίλον ήκαχε θυμόν;
    φωνής γάρ ήκουσ’, ατάρ ουκ ίδον οφθαλμοίσιν
    ός τις έην: σοί δ’ ώκα λέγω νημερτέα πάντα.
    ώς άρ’ έφη `Εκάτη: τήν δ’ ουκ ημείβετο μύθω
    `Ρείης ηϋκόμου θυγάτηρ, αλλ’ ώκα σύν αυτή
    ήϊξ’ αιθομένας δαΐδας μετά χερσίν έχουσα.
    ‘Ηέλιον δ’ ίκοντο θεών σκοπόν ηδέ καί ανδρών,
    στάν δ’ ίππων προπάροιθε καί είρετο δία θεάων:
    ‘Ηέλι’ αίδεσσαί με θεάν σύ περ, εί ποτε δή σευ
    ή έπει ή έργω κραδίην καί θυμόν ίηνα.
    κούρην τήν έτεκον γλυκερόν θάλος είδεϊ κυδρήν
    τής αδινήν όπ’ άκουσα δι’ αιθέρος ατρυγέτοιο
    ώς τε βιαζομένης, ατάρ ουκ ίδον οφθαλμοίσιν.
    αλλά σύ γάρ δή πάσαν επί χθόνα καί κατά πόντον
    αιθέρος εκ δίης καταδέρκεαι ακτίνεσσι,
    νημερτέως μοι ένισπε φίλον τέκος εί που όπωπας
    ός τις νόσφιν εμείο λαβών αέκουσαν ανάγκη
    οίχεται ηέ θεών ή καί θνητών ανθρώπων.
    ‘`Ως φάτο, τήν δ’ `Υπεριονίδης ημείβετο μύθω:
    `Ρείης ηϋκόμου θυγάτηρ Δήμητερ άνασσα
    ειδήσεις: δή γάρ μέγα άζομαι ηδ’ ελεαίρω
    αχνυμένην περί παιδί τανυσφύρω: ουδέ τις άλλος
    αίτιος αθανάτων ει μή νεφεληγερέτα Ζεύς,
    ός μιν έδωκ’ ‘Αΐδη θαλερήν κεκλήσθαι άκοιτιν
    αυτοκασιγνήτω: ο δ’ υπό ζόφον ηερόεντα
    αρπάξας ίπποισιν άγεν μεγάλα ιάχουσαν.
    αλλά θεά κατάπαυε μέγαν γόον: ουδέ τι σέ χρή
    μάψ αύτως άπλητον έχειν χόλον: ού τοι αεικής
    γαμβρός εν αθανάτοις πολυσημάντωρ ‘Αϊδωνεύς
    αυτοκασίγνητος καί ομόσπορος: αμφί δέ τιμήν
    έλλαχεν ως τά πρώτα διάτριχα δασμός ετύχθη:
    τοίς μεταναιετάει τών έλλαχε κοίρανος είναι.
    ‘`Ως ειπών ίπποισιν εκέκλετο, τοί δ’ υπ’ ομοκλής
    ρίμφ’ έφερον θοόν άρμα τανύπτεροι ώς τ’ οιωνοί:
    τήν δ’ άχος αινότερον καί κύντερον ίκετο θυμόν.
    χωσαμένη δ’ ήπειτα κελαινεφέϊ Κρονίωνι
    νοσφισθείσα θεών αγορήν καί μακρόν »Ολυμπον
    ώχετ’ επ’ ανθρώπων πόλιας καί πίονα έργα
    είδος αμαλδύνουσα πολύν χρόνον: ουδέ τις ανδρών
    εισορόων γίγνωσκε βαθυζώνων τε γυναικών
    πρίν γ’ ότε δή Κελεοίο δαΐφρονος ίκετο δώμα,
    ός τότ’ ‘Ελευσίνος θυοέσσης κοίρανος ήεν.
    έζετο δ’ εγγύς οδοίο φίλον τετιημένη ήτορ
    Παρθενίω φρέατι όθεν υδρεύοντο πολίται
    εν σκιή, αυτάρ ύπερθε πεφύκει θάμνος ελαίης,
    γρηΐ παλαιγενέϊ εναλίγκιος, ή τε τόκοιο
    είργηται δώρων τε φιλοστεφάνου ‘Αφροδίτης,
    οίαί τε τροφοί εισι θεμιστοπόλων βασιλήων
    παίδων καί ταμίαι κατά δώματα ηχήεντα.
    τήν δέ ίδον Κελεοίο ‘Ελευσινίδαο θύγατρες
    ερχόμεναι μεθ’ ύδωρ ευήρυτον όφρα φέροιεν
    κάλπισι χαλκείησι φίλα πρός δώματα πατρός,
    τέσσαρες ώς τε θεαί κουρήϊον άνθος έχουσαι,
    Καλλιδίκη καί Κλεισιδίκη Δημώ τ’ ερόεσσα
    Καλλιθόη θ’, ή τών προγενεστάτη ήεν απασών:
    ουδ’ έγνων: χαλεποί δέ θεοί θνητοίσιν οράσθαι.
    αγχού δ’ ιστάμεναι έπεα πτερόεντα προσηύδων:
    Τίς πόθεν εσσί γρηύ παλαιγενέων ανθρώπων;
    τίπτε δέ νόσφι πόληος απέστιχες ουδέ δόμοισι
    πιλνάς; ένθα γυναίκες ανά μέγαρα σκιόεντα
    τηλίκαι ως σύ περ ώδε καί οπλότεραι γεγάασιν,
    αί κέ σε φίλωνται ημέν έπει ηδέ καί έργω.
    ‘`Ως έφαθ’, η δ’ επέεσσιν αμείβετο πότνα θεάων:
    τέκνα φίλ’ αί τινές εστε γυναικών θηλυτεράων
    χαίρετ’, εγώ δ’ υμίν μυθήσομαι: ού τοι αεικές
    υμίν ειρομένησιν αληθέα μυθήσασθαι.
    † Δώς εμοί γ’ όνομ’ εστί: τό γάρ θέτο πότνια μήτηρ:
    νύν αύτε Κρήτηθεν επ’ ευρέα νώτα θαλάσσης
    ήλυθον ουκ εθέλουσα, βίη δ’ αέκουσαν ανάγκη
    άνδρες ληϊστήρες απήγαγον. οι μέν έπειτα
    νηΐ θοή Θορικόν δέ κατέσχεθον, ένθα γυναίκες
    ηπείρου επέβησαν αολλέες ηδέ καί αυτοί
    δείπνον επηρτύνοντο παρά πρυμνήσια νηός:
    αλλ’ εμοί ου δόρποιο μελίφρονος ήρατο θυμός,
    λάθρη δ’ ορμηθείσα δι’ ηπείροιο μελαίνης
    φεύγον υπερφιάλους σημάντορας, όφρα κε μή με
    απριάτην περάσαντες εμής αποναίατο τιμής.
    ούτω δεύρ’ ικόμην αλαλημένη, ουδέ τι οίδα
    ή τις δή γαί’ εστί καί οί τινες εγγεγάασιν.
    αλλ’ υμίν μέν πάντες ‘Ολύμπια δώματ’ έχοντες
    δοίεν κουριδίους άνδρας καί τέκνα τεκέσθαι
    ως εθέλουσι τοκήες: εμέ δ’ αύτ’ οικτείρατε κούραι

    προφρονέως φίλα τέκνα τέων πρός δώμαθ’ ίκωμαι
    ανέρος ηδέ γυναικός, ίνα σφίσιν εργάζωμαι
    πρόφρων οία γυναικός αφήλικος έργα τέτυκται:
    καί κεν παίδα νεογνόν εν αγκοίνησιν έχουσα
    καλά τιθηνοίμην καί δώματα τηρήσαιμι
    καί κε λέχος στορέσαιμι μυχώ θαλάμων ευπήκτων
    δεσπόσυνον καί κ’ έργα διαθρήσαιμι γυναικός.
    Φή ρα θεά: τήν δ’ αυτίκ’ αμείβετο παρθένος αδμής
    Καλλιδίκη Κελεοίο θυγατρών είδος αρίστη:
    Μαία θεών μέν δώρα καί αχνύμενοί περ ανάγκη
    τέτλαμεν άνθρωποι: δή γάρ πολύ φέρτεροί εισιν.
    ταύτα δέ τοι σαφέως υποθήσομαι ηδ’ ονομήνω
    ανέρας οίσιν έπεστι μέγα κράτος ενθάδε τιμής,
    δήμου τε προύχουσιν, ιδέ κρήδεμνα πόληος
    ειρύαται βουλήσι καί ιθείησι δίκησιν.
    ημέν Τριπτολέμου πυκιμήδεος ηδέ Διόκλου
    ηδέ Πολυξείνου καί αμύμονος Ευμόλποιο
    καί Δολίχου καί πατρός αγήνορος ημετέροιο
    τών πάντων άλοχοι κατά δώματα πορσαίνουσι:
    τάων ουκ άν τίς σε κατά πρώτιστον οπωπήν
    είδος ατιμήσασα δόμων απονοσφίσσειεν,
    αλλά σε δέξονται: δή γάρ θεοείκελός εσσι.
    ει δέ θέλεις, επίμεινον, ίνα πρός δώματα πατρός
    έλθωμεν καί μητρί βαθυζώνω Μετανείρη
    είπωμεν τάδε πάντα διαμπερές, αί κέ σ’ ανώγη
    ημέτερον δ’ ιέναι μηδ’ άλλων δώματ’ ερευνάν.
    τηλύγετος δέ οι υιός ενί μεγάρω ευπήκτω
    οψίγονος τρέφεται, πολυεύχετος ασπάσιός τε.
    ει τόν γ’ εκθρέψαιο καί ήβης μέτρον ίκοιτο
    ρείά κέ τίς σε ιδούσα γυναικών θηλυτεράων
    ζηλώσαι: τόσα κέν τοι από θρεπτήρια δοίη.
    ‘`Ως έφαθ’: η δ’ επένευσε καρήατι, ταί δέ φαεινά
    πλησάμεναι ύδατος φέρον άγγεα κυδιάουσαι.
    ρίμφα δέ πατρός ίκοντο μέγαν δόμον, ώκα δέ μητρί
    έννεπον ως είδόν τε καί έκλυον. η δέ μάλ’ ώκα
    ελθούσας εκέλευε καλείν επ’ απείρονι μισθώ.
    αι δ’ ώς τ’ ή έλαφοι ή πόρτιες ήαρος ώρη
    άλλοντ’ άν λειμώνα κορεσσάμεναι φρένα φορβή,
    ώς αι επισχόμεναι εανών πτύχας ιμεροέντων
    ήϊξαν κοίλην κατ’ αμαξιτόν, αμφί δέ χαίται
    ώμοις αΐσσοντο κροκηΐω άνθει ομοίαι.
    τέτμον δ’ εγγύς οδού κυδρήν θεάν ένθα πάρος περ
    κάλλιπον: αυτάρ έπειτα φίλα πρός δώματα πατρός
    ηγεύνθ’, η δ’ άρ’ όπισθε φίλον τετιημένη ήτορ
    στείχε κατά κρήθεν κεκαλυμμένη, αμφί δέ πέπλος
    κυάνεος ραδινοίσι θεάς ελελίζετο ποσσίν.
    αίψα δέ δώμαθ’ ίκοντο διοτρεφέος Κελεοίο,
    βάν δέ δι’ αιθούσης ένθα σφίσι πότνια μήτηρ
    ήστο παρά σταθμόν τέγεος πύκα ποιητοίο
    παίδ’ υπό κόλπω έχουσα νέον θάλος: αι δέ παρ’ αυτήν
    έδραμον, η δ’ άρ’ επ’ ουδόν έβη ποσί καί ρα μελάθρου
    κύρε κάρη, πλήσεν δέ θύρας σέλαος θείοιο.
    τήν δ’ αιδώς τε σέβας τε ιδέ χλωρόν δέος είλεν:
    είξε δέ οι κλισμοίο καί εδριάασθαι άνωγεν.
    αλλ’ ου Δημήτηρ ωρηφόρος αγλαόδωρος
    ήθελεν εδριάασθαι επί κλισμοίο φαεινού,
    αλλ’ ακέουσα έμιμνε κατ’ όμματα καλά βαλούσα,
    πρίν γ’ ότε δή οι έθηκεν ‘Ιάμβη κέδν’ ειδυία
    πηκτόν έδος, καθύπερθε δ’ επ’ αργύφεον βάλε κώας.
    ένθα καθεζομένη προκατέσχετο χερσί καλύπτρην:
    δηρόν δ’ άφθογγος τετιημένη ήστ’ επί δίφρου,
    ουδέ τιν’ ούτ’ έπεϊ προσπτύσσετο ούτε τι έργω,
    αλλ’ αγέλαστος άπαστος εδητύος ηδέ ποτήτος
    ήστο πόθω μινύθουσα βαθυζώνοιο θυγατρός,
    πρίν γ’ ότε δή χλεύης μιν ‘Ιάμβη κέδν’ ειδυία
    πολλά παρασκώπτουσ’ ετρέψατο πότνιαν αγνήν
    μειδήσαι γελάσαι τε καί ίλαον σχείν θυμόν:
    ή δή οι καί έπειτα μεθύστερον εύαδεν οργαίς.
    τή δέ δέπας Μετάνειρα δίδου μελιηδέος οίνου
    πλήσασ’, η δ’ ανένευσ’: ου γάρ θεμιτόν οι έφασκε
    πίνειν οίνον ερυθρόν, άνωγε δ’ άρ’ άλφι καί ύδωρ
    δούναι μίξασαν πιέμεν γλήχωνι τερείνη.
    η δέ κυκεώ τεύξασα θεά πόρεν ως εκέλευε:
    δεξαμένη δ’ οσίης ένεκεν πολυπότνια Δηώ

    τήσι δέ μύθων ήρχεν εΰζωνος Μετάνειρα:
    Χαίρε γύναι, επεί ού σε κακών άπ’ έολπα τοκήων
    έμμεναι αλλ’ αγαθών: επί τοι πρέπει όμμασιν αιδώς
    καί χάρις, ως εί πέρ τε θεμιστοπόλων βασιλήων.
    αλλά θεών μέν δώρα καί αχνύμενοί περ ανάγκη
    τέτλαμεν άνθρωποι: επί γάρ ζυγός αυχένι κείται.
    νύν δ’ επεί ίκεο δεύρο, παρέσσεται όσσα τ’ εμοί περ.
    παίδα δέ μοι τρέφε τόνδε, τόν οψίγονον καί άελπτον
    ώπασαν αθάνατοι, πολυάρητος δέ μοί εστιν.
    ει τόν γε θρέψαιο καί ήβης μέτρον ίκοιτο
    ή ρά κέ τίς σε ιδούσα γυναικών θηλυτεράων
    ζηλώσαι: τόσα κέν τοι από θρεπτήρια δοίην.
    Τήν δ’ αύτε προσέειπεν εϋστέφανος Δημήτηρ:
    καί σύ γύναι μάλα χαίρε, θεοί δέ τοι εσθλά πόροιεν.
    παίδα δέ τοι πρόφρων υποδέξομαι ώς με κελεύεις:
    θρέψω, κού μιν έολπα κακοφραδίησι τιθήνης
    ούτ’ άρ’ επηλυσίη δηλήσεται ούθ’ υποτάμνον:
    οίδα γάρ αντίτομον μέγα φέρτερον υλοτόμοιο,
    οίδα δ’ επηλυσίης πολυπήμονος εσθλόν ερυσμόν.
    ‘`Ως άρα φωνήσασα θυώδεϊ δέξατο κόλπω
    χερσίν τ’ αθανάτοισι: γεγήθει δέ φρένα μήτηρ.
    ώς η μέν Κελεοίο δαΐφρονος αγλαόν υιόν
    Δημοφόωνθ’, όν έτικτεν εΰζωνος Μετάνειρα,
    έτρεφεν εν μεγάροις: ο δ’ αέξετο δαίμονι ίσος
    ούτ’ ούν σίτον έδων, ου θησάμενος
    Δημήτηρ
    χρίεσκ’ αμβροσίη ως ει θεού εκγεγαώτα,
    ηδύ καταπνείουσα καί εν κόλποισιν έχουσα:
    νύκτας δέ κρύπτεσκε πυρός μένει ηΰτε δαλόν
    λάθρα φίλων γονέων: τοίς δέ μέγα θαύμ’ ετέτυκτο
    ως προθαλής τελέθεσκε, θεοίσι δέ άντα εώκει.
    καί κέν μιν ποίησεν αγήρων τ’ αθάνατόν τε
    ει μή άρ’ αφραδίησιν εΰζωνος Μετάνειρα
    νύκτ’ επιτηρήσασα θυώδεος εκ θαλάμοιο
    σκέψατο: κώκυσεν δέ καί άμφω πλήξατο μηρώ
    δείσασ’ ώ περί παιδί καί αάσθη μέγα θυμώ,
    καί ρ’ ολοφυρομένη έπεα πτερόεντα προσηύδα:
    Τέκνον Δημοφόων ξείνη σε πυρί ένι πολλώ
    κρύπτει, εμοί δέ γόον καί κήδεα λυγρά τίθησιν.
    ‘`Ως φάτ’ οδυρομένη: τής δ’ άϊε δία θεάων.
    τή δέ χολωσαμένη καλλιστέφανος Δημήτηρ
    παίδα φίλον, τόν άελπτον ενί μεγάροισιν έτικτε,
    χείρεσσ’ αθανάτησιν από έο θήκε πέδον δέ
    εξανελούσα πυρός θυμώ κοτέσασα μάλ’ αινώς,
    καί ρ’ άμυδις προσέειπεν εΰζωνον Μετάνειραν:
    Νήϊδες άνθρωποι καί αφράδμονες ούτ’ αγαθοίο
    αίσαν επερχομένου προγνώμεναι ούτε κακοίο:
    καί σύ γάρ αφραδίησι τεής μήκιστον αάσθης.
    ίστω γάρ θεών όρκος αμείλικτον Στυγός ύδωρ
    αθάνατόν κέν τοι καί αγήραον ήματα πάντα
    παίδα φίλον ποίησα καί άφθιτον ώπασα τιμήν:
    νύν δ’ ουκ έσθ’ ώς κεν θάνατον καί κήρας αλύξαι.
    τιμή δ’ άφθιτος αιέν επέσσεται ούνεκα γούνων
    ημετέρων επέβη καί εν αγκοίνησιν ίαυσεν.
    ώρησιν δ’ άρα τώ γε περιπλομένων ενιαυτών
    παίδες ‘Ελευσινίων πόλεμον καί φύλοπιν αινήν
    αιέν εν αλλήλοισι συνάξουσ’ ήματα πάντα.
    ειμί δέ Δημήτηρ τιμάοχος, ή τε μέγιστον
    αθανάτοις θνητοίσί τ’ όνεαρ καί χάρμα τέτυκται.
    αλλ’ άγε μοι νηόν τε μέγαν καί βωμόν υπ’ αυτώ
    τευχόντων πάς δήμος υπαί πόλιν αιπύ τε τείχος
    Καλλιχόρου καθύπερθεν επί προύχοντι κολωνώ:
    όργια δ’ αυτή εγών υποθήσομαι ως άν έπειτα
    ευαγέως έρδοντες εμόν νόον ιλάσκοισθε.
    ‘`Ως ειπούσα θεά μέγεθος καί είδος άμειψε
    γήρας απωσαμένη, περί τ’ αμφί τε κάλλος άητο:
    οδμή δ’ ιμερόεσσα θυηέντων από πέπλων
    σκίδνατο, τήλε δέ φέγγος από χροός αθανάτοιο
    λάμπε θεάς, ξανθαί δέ κόμαι κατενήνοθεν ώμους,
    αυγής δ’ επλήσθη πυκινός δόμος αστεροπής ώς.
    βή δέ διέκ μεγάρων, τής δ’ αυτίκα γούνατ’ έλυντο,
    δηρόν δ’ άφθογγος γένετο χρόνον, ουδέ τι παιδός
    μνήσατο τηλυγέτοιο από δαπέδου ανελέσθαι.
    τού δέ κασίγνηται φωνήν εσάκουσαν ελεεινήν,
    κάδ δ’ άρ’ απ’ ευστρώτων λεχέων θόρον: η μέν έπειτα
    παίδ’ ανά χερσίν ελούσα εώ εγκάτθετο κόλπω,
    η δ’ άρα πύρ ανέκαι’, η δ’ έσσυτο πόσσ’ απαλοίσι
    μητέρ’ αναστήσουσα θυώδεος εκ θαλάμοιο.
    αγρόμεναι δέ μιν αμφίς ελούεον ασπαίροντα
    αμφαγαπαζόμεναι: τού δ’ ου μειλίσσετο θυμός:
    χειρότεραι γάρ δή μιν έχον τροφοί ηδέ τιθήναι.
    Αι μέν παννύχιαι κυδρήν θεόν ιλάσκοντο
    δείματι παλλόμεναι: άμα δ’ ηοί φαινομένηφιν
    ευρυβίη Κελεώ νημερτέα μυθήσαντο,
    ως επέτελλε θεά καλλιστέφανος Δημήτηρ.
    αυτάρ ό γ’ εις αγορήν καλέσας πολυπείρονα λαόν
    ήνωγ’ ηϋκόμω Δημήτερι πίονα νηόν
    ποιήσαι καί βωμόν επί προύχοντι κολωνώ.
    οι δέ μάλ’ αίψ’ επίθοντο καί έκλυον αυδήσαντος,
    τεύχον δ’ ως επέτελλ’: ο δ’ αέξετο δαίμονος αίση.
    αυτάρ επεί τέλεσαν καί ερώησαν καμάτοιο
    βάν ρ’ ίμεν οίκαδ’ έκαστος: ατάρ ξανθή Δημήτηρ
    ένθα καθεζομένη μακάρων από νόσφιν απάντων
    μίμνε πόθω μινύθουσα βαθυζώνοιο θυγατρός.
    αινότατον δ’ ενιαυτόν επί χθόνα πουλυβότειραν
    ποίησ’ ανθρώποις καί κύντατον, ουδέ τι γαία
    σπέρμ’ ανίει: κρύπτεν γάρ εϋστέφανος Δημήτηρ.
    πολλά δέ καμπύλ’ άροτρα μάτην βόες έλκον αρούραις,
    πολλόν δέ κρί λευκόν ετώσιον έμπεσε γαίη.
    καί νύ κε πάμπαν όλεσσε γένος μερόπων ανθρώπων
    λιμού υπ’ αργαλέης, γεράων τ’ ερικυδέα τιμήν
    καί θυσιών ήμερσεν ‘Ολύμπια δώματ’ έχοντας,
    ει μή Ζεύς ενόησεν εώ τ’ εφράσσατο θυμώ.
    ‘~Ιριν δέ πρώτον χρυσόπτερον ώρσε καλέσσαι
    Δήμητρ’ ηΰκομον πολυήρατον είδος έχουσαν.
    ώς έφαθ’: η δέ Ζηνί κελαινεφέϊ Κρονίωνι
    πείθετο καί μεσσηγύ διέδραμεν ώκα πόδεσσιν.
    ίκετο δέ πτολίεθρον ‘Ελευσίνος θυοέσσης,
    εύρεν δ’ εν νηώ Δημήτερα κυανόπεπλον,
    καί μιν φωνήσασ’ έπεα πτερόεντα προσηύδα:
    Δήμητερ καλέει σε πατήρ Ζεύς άφθιτα ειδώς
    ελθέμεναι μετά φύλα θεών αιειγενετάων.
    αλλ’ ίθι, μηδ’ ατέλεστον εμόν έπος εκ Διός έστω.
    ‘`Ως φάτο λισσομένη: τής δ’ ουκ επεπείθετο θυμός.
    αύτις έπειτα πατήρ μάκαρας θεούς αιέν εόντας
    πάντας επιπροΐαλλεν: αμοιβηδίς δέ κιόντες
    κίκλησκον καί πολλά δίδον περικαλλέα δώρα,
    τιμάς θ’ άς κ’ † εθέλοιτο † μετ’ αθανάτοισιν ελέσθαι:
    αλλ’ ού τις πείσαι δύνατο φρένας ουδέ νόημα
    θυμώ χωομένης, στερεώς δ’ ηναίνετο μύθους.
    ου μέν γάρ ποτ’ έφασκε θυώδεος Ουλύμποιο
    πρίν γ’ επιβήσεσθαι, ου πρίν γής καρπόν ανήσειν,
    πρίν ίδοι οφθαλμοίσιν εήν ευώπιδα κούρην.
    Αυτάρ επεί τό γ’ άκουσε βαρύκτυπος ευρύοπα Ζεύς
    εις »Ερεβος πέμψε χρυσόρραπιν ‘Αργειφόντην,
    όφρ’ ‘Αΐδην μαλακοίσι παραιφάμενος επέεσσιν
    αγνήν Περσεφόνειαν από ζόφου ηερόεντος
    ες φάος εξαγάγοι μετά δαίμονας, όφρα ε μήτηρ
    οφθαλμοίσιν ιδούσα μεταλήξειε χόλοιο.
    `Ερμής δ’ ουκ απίθησεν, άφαρ δ’ υπό κεύθεα γαίης
    εσσυμένως κατόρουσε λιπών έδος Ουλύμποιο.
    τέτμε δέ τόν γε άνακτα δόμων έντοσθεν εόντα
    ήμενον εν λεχέεσσι σύν αιδοίη παρακοίτι
    πόλλ’ αεκαζομένη μητρός πόθω: η δ’ αποτηλού
    έργοις θεών μακάρων μητίσετο βουλή.
    αγχού δ’ ιστάμενος προσέφη κρατύς ‘Αργειφόντης:
    »Αιδη κυανοχαίτα καταφθιμένοισιν ανάσσων
    Ζεύς σε πατήρ ήνωγεν αγαυήν Περσεφόνειαν
    εξαγαγείν ‘Ερέβευσφι μετά σφέας, όφρα ε μήτηρ
    οφθαλμοίσιν ιδούσα χόλου καί μήνιος αινής
    αθανάτοις παύσειεν: επεί μέγα μήδεται έργον
    φθίσαι φύλ’ αμενηνά χαμαιγενέων ανθρώπων
    σπέρμ’ υπό γής κρύπτουσα, καταφθινύθουσα δέ τιμάς
    αθανάτων. η δ’ αινόν έχει χόλον, ουδέ θεοίσι
    μίσγεται, αλλ’ απάνευθε θυώδεος ένδοθι νηού
    ήσται, ‘Ελευσίνος κραναόν πτολίεθρον έχουσα.
    ‘`Ως φάτο: μείδησεν δέ άναξ ενέρων ‘Αϊδωνεύς
    οφρύσιν, ουδ’ απίθησε Διός βασιλήος εφετμής.
    εσσυμένως δ’ εκέλευσε δαΐφρονι Περσεφονείη:
    έρχεο Περσεφόνη παρά μητέρα κυανόπεπλον
    ήπιον εν στήθεσσι μένος καί θυμόν έχουσα,
    μηδέ τι δυσθύμαινε λίην περιώσιον άλλων.
    ού τοι εν αθανάτοισιν αεικής έσσομ’ ακοίτης
    αυτοκασίγνητος πατρός Διός: ένθα δ’ εούσα
    δεσπόσσεις πάντων οπόσα ζώει τε καί έρπει,
    τιμάς δέ σχήσησθα μετ’ αθανάτοισι μεγίστας,
    τών δ’ αδικησάντων τίσις έσσεται ήματα πάντα
    οί κεν μή θυσίαισι τεόν μένος ιλάσκωνται
    ευαγέως έρδοντες εναίσιμα δώρα τελούντες.
    ‘`Ως φάτο: γήθησεν δέ περίφρων Περσεφόνεια,
    καρπαλίμως δ’ ανόρουσ’ υπό χάρματος: αυτάρ ό γ’ αυτός
    ροιής κόκκον έδωκε φαγείν μελιηδέα λάθρη
    αμφί έ νωμήσας, ίνα μή μένοι ήματα πάντα
    αύθι παρ’ αιδοίη Δημήτερι κυανοπέπλω.
    ίππους δέ προπάροιθεν υπό χρυσέοισιν όχεσφιν
    έντυεν αθανάτους πολυσημάντωρ ‘Αϊδωνεύς.
    η δ’ οχέων επέβη, παρά δέ κρατύς ‘Αργειφόντης
    ηνία καί μάστιγα λαβών μετά χερσί φίλησι
    σεύε διέκ μεγάρων: τώ δ’ ουκ άκοντε πετέσθην.
    ρίμφα δέ μακρά κέλευθα διήνυσαν, ουδέ θάλασσα
    ούθ’ ύδωρ ποταμών ούτ’ άγκεα ποιήεντα
    ίππων αθανάτων ούτ’ άκριες έσχεθον ορμήν,
    αλλ’ υπέρ αυτάων βαθύν ηέρα τέμνον ιόντες.
    στήσε δ’ άγων όθι μίμνεν εϋστέφανος Δημήτηρ
    νηοίο προπάροιθε θυώδεος: η δέ ιδούσα
    ήϊξ’ ηΰτε μαινάς όρος κάτα δάσκιον ύλης.
    Περσεφόνη δ’ ετέρ[ωθεν επεί ίδεν όμματα καλά]
    μητρός εής κατ’ [άρ’ ή γ’ όχεα προλιπούσα καί ίππους]
    άλτο θέει[ν, δειρή δέ οι έμπεσεν αμφιχυθείσα:]
    τή δέ [φίλην έτι παίδα εής μετά χερσίν εχούση]
    α[ίψα δόλον θυμός τιν’ οΐσατο, τρέσσε δ’ άρ’ αινώς]
    πα[υ]ομ[ένη φιλότητος, άφαρ δ’ ερεείνετο μύθω:]
    Τέκνον μή ρά τί μοι ς[ύ γε πάσσαο νέρθεν εούσα]
    βρώμης; εξαύδα, [μή κεύθ’, ίνα είδομεν άμφω:]
    ώς μέν γάρ κ’ ανιούσα π[αρά στυγερού ‘Αΐδαο]
    καί παρ’ εμοί καί πατρί κελ[αινεφέϊ Κρονίωνι]
    ναιετάοις πάντεσσι τετιμ[ένη αθανάτοι]σιν.
    ει δέ, πτάσα πάλιν ιούσ’ υπ[ό κεύθεσι γαίης]
    οικήσεις ωρέων τρίτατον μέρ[ος εις ενιαυτόν,]
    τάς δέ δύω παρ’ εμοί τε καί [άλλοις αθανά]τοισιν.
    οππότε δ’ άνθεσι γαί’ ευώδε[σιν] ηαρινο[ίσι]
    παντοδαποίς θάλλει, τότ’ από ζόφου ηερόεντος
    αύτις άνει μέγα θαύμα θεοίς θνητοίς τ’ ανθρώποις.

    καί τίνι σ’ εξαπάτησε δόλω κρατερ[ός Πολυδ]έγμων;
    Τήν δ’ αύ Περσεφόνη περικαλλής αντίον ηύδα:
    τοιγάρ εγώ σοι μήτερ ερέω νημερτέα πάντα:
    εύτέ μοι `Ερμής ή[λθ]’ εριούνιος άγγελος ωκύς
    πάρ πατέρος Κρονίδαο καί άλλων ουρανιώνων
    ελθείν εξ ‘Ερέβευς, ίνα μ’ οφθαλμοίσιν ιδούσα
    λήξαις αθανάτοισι χόλου καί μήνιος αινής,
    αυτάρ εγών ανόρουσ’ υπό χάρματος, αυτάρ ο λάθρη
    έμβαλέ μοι ροιής κόκκον, μελιηδέ’ εδωδήν,
    άκουσαν δέ βίη με προσηνάγκασσε πάσασθαι.
    ως δέ μ’ αναρπάξας Κρονίδεω πυκινήν διά μήτιν
    ώχετο πατρός εμοίο φέρων υπό κεύθεα γαίης
    εξερέω καί πάντα διίξομαι ως ερεείνεις.
    ημείς μέν μάλα πάσαι αν’ ιμερτόν λειμώνα,
    Λευκίππη Φαινώ τε καί ‘Ηλέκτρη καί ‘Ιάνθη
    καί Μελίτη ‘Ιάχη τε `Ρόδειά τε Καλλιρόη τε
    Μηλόβοσίς τε Τύχη τε καί ‘Ωκυρόη καλυκώπις
    Χρυσηΐς τ’ ‘Ιάνειρά τ’ ‘Ακάστη τ’ ‘Αδμήτη τε
    καί `Ροδόπη Πλουτώ τε καί ιμερόεσσα Καλυψώ
    καί Στύξ Ουρανίη τε Γαλαξαύρη τ’ ερατεινή
    Παλλάς τ’ εγρεμάχη καί »Αρτεμις ιοχέαιρα
    παίζομεν ηδ’ άνθεα δρέπομεν χείρεσσ’ ερόεντα,
    μίγδα κρόκον τ’ αγανόν καί αγαλλίδας ηδ’ υάκινθον
    καί ροδέας κάλυκας καί λείρια, θαύμα ιδέσθαι,
    νάρκισσόν θ’ όν έφυσ’ ώς περ κρόκον ευρεία χθών.
    αυτάρ εγώ δρεπόμην περί χάρματι, γαία δ’ ένερθε
    χώρησεν, τή δ’ έκθορ’ άναξ κρατερός πολυδέγμων.
    βή δέ φέρων υπό γαίαν εν άρμασι χρυσείοισι
    πόλλ’ αεκαζομένην, εβόησα δ’ άρ’ όρθια φωνή.
    ταύτά τοι αχνυμένη περ αληθέα πάντ’ αγορεύω.
    ‘`Ως τότε μέν πρόπαν ήμαρ ομόφρονα θυμόν έχουσαι
    πολλά μάλ’ αλλήλων κραδίην καί θυμόν ίαινον
    αμφαγαπαζόμεναι, αχέων δ’ απεπαύετο θυμός.
    γηθοσύνας δέ δέχοντο παρ’ αλλήλων έδιδ[όν τε.]
    τήσιν δ’ εγγύθεν ήλθ’ `Εκάτη λιπαροκρήδεμνος,
    πολλά δ’ άρ’ αμφαγάπησε κόρην Δημήτερος αγνής:
    εκ τού οι πρόπολος καί οπάων έπλετ’ άνασσα.
    ταίς δέ μετάγγελον ήκε βαρύκτυπος ευρύοπα Ζεύς
    `Ρείην ηΰκομον ήν μητέρα κυανόπεπλον
    αξέμεναι μετά φύλα θεών, υπέδεκτο δέ τιμάς
    δωσέμεν, άς κεν έλοιτο μετ’ αθανάτοισι θεοίσι:
    νεύσε δέ οι κούρην έτεος περιτελλομένοιο
    τήν τριτάτην μέν μοίραν υπό ζόφον ηερόεντα,
    τάς δέ δύω παρά μητρί καί άλλοις αθανάτοισιν.
    ώς έφατ’: ουδ’ απίθησε θεά Διός αγγελιάων.
    εσσυμένως δ’ ήϊξε κατ’ Ουλύμποιο καρήνων,

    εις δ’ άρα `Ράριον ίξε, φερέσβιον ούθαρ αρούρης
    τό πρίν, ατάρ τότε γ’ ού τι φερέσβιον, αλλά έκηλον
    εστήκει πανάφυλλον: έκευθε δ’ άρα κρί λευκόν
    μήδεσι Δήμητρος καλλισφύρου: αυτάρ έπειτα
    μέλλεν άφαρ ταναοίσι κομήσειν ασταχύεσσιν
    ήρος αεξομένοιο, πέδω δ’ άρα πίονες όγμοι
    βρισέμεν ασταχύων, τά δ’ εν ελλεδανοίσι δεδέσθαι.
    ένθ’ επέβη πρώτιστον απ’ αιθέρος ατρυγέτοιο:
    ασπασίως δ’ ίδον αλλήλας, κεχάρηντο δέ θυμώ.
    τήν δ’ ώδε προσέειπε `Ρέη λιπαροκρήδεμνος:
    Δεύρο τέκος, καλέει σε βαρύκτυπος ευρύοπα Ζεύς
    ελθέμεναι μετά φύλα θεών, υπέδεκτο δέ τιμάς
    [δωσέμεν, άς κ’ εθέλησθα] μετ’ αθανάτοισι θεοίσι.
    [νεύσε δέ σοι κούρην έτεος π]εριτελλομένοιο
    [τήν τριτάτην μέν μοίραν υπό ζόφον η]ερόεντα,
    [τάς δέ δύω παρά σοί τε καί άλλοις] αθανάτοισιν.
    [ώς άρ’ έφη τελέ]εσθαι: εώ δ’ επένευσε κάρητι.
    [αλλ’ ίθι τέκνον] εμόν καί πείθεο, μηδέ τι λίην
    α[ζηχές μεν]έαινε κελαινεφέϊ Κρονίωνι:
    α[ίψα δέ κα]ρπόν άεξε φερέσβιον ανθρώποισιν.
    ‘`Ω[ς έφατ’, ου]δ’ απίθησεν εϋστέφανος Δημήτηρ,
    αίψα δέ καρπόν ανήκεν αρουράων εριβώλων.
    πάσα δέ φύλλοισίν τε καί άνθεσιν ευρεία χθών
    έβρισ’: η δέ κιούσα θεμιστοπόλοις βασιλεύσι
    δ[είξε,] Τριπτολέμω τε Διοκλεί τε πληξίππω,
    Ευμόλπου τε βίη Κελεώ θ’ ηγήτορι λαών,
    δρησμοσύνην θ’ ιερών καί επέφραδεν όργια πάσι,
    Τριπτολέμω τε Πολυξείνω τ’, επί τοίς δέ Διοκλεί,
    σεμνά, τά τ’ ού πως έστι παρεξ[ίμ]εν [ούτε πυθέσθαι,]
    ούτ’ αχέειν: μέγα γάρ τι θεών σέβας ισχάνει αυδήν.
    όλβιος ός τάδ’ όπωπεν επιχθονίων ανθρώπων:
    ός δ’ ατελής ιερών, ός τ’ άμμορος, ού ποθ’ ομοίων
    αίσαν έχει φθίμενός περ υπό ζόφω ευρώεντι.
    Αυτάρ επεί δή πάνθ’ υπεθήκατο δία θεάων,
    βάν ρ’ ίμεν Ούλυμπον δέ θεών μεθ’ ομήγυριν άλλων.
    ένθα δέ ναιετάουσι παραί Διί τερπικεραύνω
    σεμναί τ’ αιδοίαί τε: μέγ’ όλβιος όν τιν’ εκείναι
    προφρονέως φίλωνται επιχθονίων ανθρώπων:
    αίψα δέ οι πέμπουσιν εφέστιον ες μέγα δώμα
    Πλούτον, ός ανθρώποις άφενος θνητοίσι δίδωσιν.
    ‘Αλλ’ άγ’ ‘Ελευσίνος θυοέσσης δήμον έχουσαι
    καί Πάρον αμφιρύτην »Αντρωνά τε πετρήεντα,
    πότνια αγλαόδωρ’ ωρηφόρε Δηοί άνασσα
    αυτή καί κούρη περικαλλής Περσεφόνεια
    πρόφρονες αντ’ ωδής βίοτον θυμήρε’ οπάζειν.
    αυτάρ εγώ καί σείο καί άλλης μνήσομ’ αοιδής.

    Αφήτωρ

    ΓΑΙA ΘΕΑ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ

  7. elzin said,

    3. Στο νησί του Αιόλου
    και των ανέμων με το σωστό αεράκι!

    Τώρα πλησιάζουμε να γνωρίσουμε τον Αίολο

    με τους 6 αρσενικούς γιούς και τις 6 θηλυκές κόρες του!

    Ένας μικρός Όλυμπος δηλαδή ,
    στο νησί του, αποτελεί την βάση για την ανάπτυξη της σκέψης και της γνώσης, κρατώντας σε ισορροπία και αρμονία τόσο τις “”αρσενικές σκέψεις όσο και τις “θηλυκές”, αναγωγικές και επαγωγικές.
    Το νησί του Αίολου είναι ο 3ος οίκος του ωροσκοπίου.
    Στον Ηρακλή αντιστοιχεί στα άλογα του Διομήδη και στον έλεγχο του εσωτερικού διαλόγου- μονολόγου.
    Ο 3ος οίκος είναι οι Δίδυμοι και ο Ερμής , το πρώτο ζώδιο του αέρα

    και των ανέμων των συλλογισμών και των λόγων, τα μαθητικά χρόνια, τα αδέλφια, η γειτονιά και οι γείτονες με τα κουτσομπολιά τους που ανοίγουν κάθε φορά τους ασκούς του Αιόλου, καθώς και τα παράθυρα των ΜΜΕ, η πληροφόρηση και η παραπληροφόρηση.
    Το πρωταρχικό υλικό της γνώσης, ένας μικρός λαβύρινθος, η ακοή,

    η κάθε μορφής επικοινωνία, γράμματα τηλέφωνα μηνύματα

    και η πρώτη προσοχή και η κάθε… προσοχή!

    Ερμής Λεόν

    3. Στο νησί του Αιόλου

    Αφήτωρ

    ALEXANDER HYDASPES BATTLE

  8. elzin said,

    Εις `Ερμήν
    ΄Ερμήν ύμνει Μούσα Διός καί Μαιάδος υιόν,
    Κυλλήνης μεδέοντα καί ‘Αρκαδίης πολυμήλου,
    άγγελον αθανάτων εριούνιον, όν τέκε Μαία
    νύμφη εϋπλόκαμος Διός εν φιλότητι μιγείσα
    αιδοίη: μακάρων δέ θεών ηλεύαθ’ όμιλον
    άντρον έσω ναίουσα παλίσκιον, ένθα Κρονίων
    νύμφη εϋπλοκάμω μισγέσκετο νυκτός αμολγώ,
    όφρα κατά γλυκύς ύπνος έχοι λευκώλενον »Ηρην,
    λήθων αθανάτους τε θεούς θνητούς τ’ ανθρώπους.
    αλλ’ ότε δή μεγάλοιο Διός νόος εξετελείτο,
    τή δ’ ήδη δέκατος μείς ουρανώ εστήρικτο,
    είς τε φόως άγαγεν, αρίσημά τε έργα τέτυκτο:
    καί τότ’ εγείνατο παίδα πολύτροπον, αιμυλομήτην,
    ληϊστήρ’, ελατήρα βοών, ηγήτορ’ ονείρων,
    νυκτός οπωπητήρα, πυληδόκον, ός τάχ’ έμελλεν
    αμφανέειν κλυτά έργα μετ’ αθανάτοισι θεοίσιν.
    ηώος γεγονώς μέσω ήματι εγκιθάριζεν,
    εσπέριος βούς κλέψεν εκηβόλου ‘Απόλλωνος,
    τετράδι τή προτέρη τή μιν τέκε πότνια Μαία.
    ός καί επεί δή μητρός απ’ αθανάτων θόρε γυίων
    ουκέτι δηρόν έκειτο μένων ιερώ ενί λίκνω,
    αλλ’ ό γ’ αναΐξας ζήτει βόας ‘Απόλλωνος
    ουδόν υπερβαίνων υψηρεφέος άντροιο.
    ένθα χέλυν ευρών εκτήσατο μυρίον όλβον:
    `Ερμής τοι πρώτιστα χέλυν τεκτήνατ’ αοιδόν,
    ή ρά οι αντεβόλησεν επ’ αυλείησι θύρησι
    βοσκομένη προπάροιθε δόμων εριθηλέα ποίην,
    σαύλα ποσίν βαίνουσα: Διός δ’ εριούνιος υιός
    αθρήσας εγέλασσε καί αυτίκα μύθον έειπε:
    σύμβολον ήδη μοι μέγ’ ονήσιμον, ουκ ονοτάζω.
    χαίρε φυήν ερόεσσα χοροιτύπε δαιτός εταίρη,
    ασπασίη προφανείσα: πόθεν τόδε καλόν άθυρμα
    αιόλον όστρακον έσσο χέλυς όρεσι ζώουσα;
    αλλ’ οίσω σ’ εις δώμα λαβών: όφελός τί μοι έσση,
    ουδ’ αποτιμήσω: σύ δέ με πρώτιστον ονήσεις.
    οίκοι βέλτερον είναι, επεί βλαβερόν τό θύρηφιν:
    ή γάρ επηλυσίης πολυπήμονος έσσεαι έχμα
    ζώουσ’: ήν δέ θάνης τότε κεν μάλα καλόν αείδοις.
    ‘`Ως άρ’ έφη: καί χερσίν άμ’ αμφοτέρησιν αείρας
    άψ είσω κίε δώμα φέρων ερατεινόν άθυρμα.
    ένθ’ αναπηλήσας γλυφάνω πολιοίο σιδήρου
    αιών’ εξετόρησεν ορεσκώοιο χελώνης.
    ως δ’ οπότ’ ωκύ νόημα διά στέρνοιο περήση
    ανέρος όν τε θαμιναί επιστρωφώσι μέριμναι,
    ή ότε δινηθώσιν απ’ οφθαλμών αμαρυγαί,
    ώς άμ’ έπος τε καί έργον εμήδετο κύδιμος `Ερμής.
    πήξε δ’ άρ’ εν μέτροισι ταμών δόνακας καλάμοιο
    πειρήνας διά νώτα διά ρινοίο χελώνης.
    αμφί δέ δέρμα τάνυσσε βοός πραπίδεσσιν εήσι,
    καί πήχεις ενέθηκ’, επί δέ ζυγόν ήραρεν αμφοίν,
    επτά δέ συμφώνους οΐων ετανύσσατο χορδάς.
    αυτάρ επεί δή τεύξε φέρων ερατεινόν άθυρμα
    πλήκτρω επειρήτιζε κατά μέλος, η δ’ υπό χειρός
    σμερδαλέον κονάβησε: θεός δ’ υπό καλόν άειδεν
    εξ αυτοσχεδίης πειρώμενος, ηΰτε κούροι
    ηβηταί θαλίησι παραιβόλα κερτομέουσιν,
    αμφί Δία Κρονίδην καί Μαιάδα καλλιπέδιλον
    † όν πάρος ωρίζεσκον † εταιρείη φιλότητι,
    ήν τ’ αυτού γενεήν ονομακλυτόν εξονομάζων:
    αμφιπόλους τε γέραιρε καί αγλαά δώματα νύμφης,
    καί τρίποδας κατά οίκον επηετανούς τε λέβητας.
    καί τά μέν ούν ήειδε, τά δέ φρεσίν άλλα μενοίνα.
    καί τήν μέν κατέθηκε φέρων ιερώ ενί λίκνω
    φόρμιγγα γλαφυρήν: ο δ’ άρα κρειών ερατίζων
    άλτο κατά σκοπιήν ευώδεος εκ μεγάροιο,
    ορμαίνων δόλον αιπύν ενί φρεσίν οίά τε φώτες
    φηληταί διέπουσι μελαίνης νυκτός εν ώρη.
    ‘Ηέλιος μέν έδυνε κατά χθονός ωκεανόν δέ
    αυτοίσίν θ’ ίπποισι καί άρμασιν, αυτάρ άρ’ `Ερμής
    Πιερίης αφίκανε θέων όρεα σκιόεντα,
    ένθα θεών μακάρων βόες άμβροτοι αύλιν έχεσκον
    βοσκόμεναι λειμώνας ακηρασίους ερατεινούς.
    τών τότε Μαιάδος υιός εΰσκοπος ‘Αργειφόντης
    πεντήκοντ’ αγέλης απετάμνετο βούς εριμύκους.
    πλανοδίας δ’ ήλαυνε διά ψαμαθώδεα χώρον
    ίχνι’ αποστρέψας: δολίης δ’ ου λήθετο τέχνης
    αντία ποιήσας οπλάς, τάς πρόσθεν όπισθεν,
    τάς δ’ όπιθεν πρόσθεν, κατά δ’ έμπαλιν αυτός έβαινε.
    σάνδαλα δ’ αυτίκα ριψίν επί ψαμάθοις αλίησιν
    άφραστ’ ηδ’ ανόητα διέπλεκε, θαυματά έργα,
    συμμίσγων μυρίκας καί μυρσινοειδέας όζους.
    τών τότε συνδήσας νεοθηλέαν αγκάλω ώρην
    αβλαβέως υπό ποσσίν εδήσατο σάνδαλα κούφα
    αυτοίσιν πετάλοισι, τά κύδιμος ‘Αργειφόντης
    έσπασε Πιερίηθεν οδοιπορίην αλεείνων,
    οίά τ’ επειγόμενος δολιχήν οδόν, αυτοτροπήσας.
    τόν δέ γέρων ενόησε δέμων ανθούσαν αλωήν
    ιέμενον πεδίον δέ δι’ ‘Ογχηστόν λεχεποίην:
    τόν πρότερος προσέφη Μαίης ερικυδέος υιός:
    ώ γέρον ός τε φυτά σκάπτεις επικαμπύλος ώμους,
    ή πολυοινήσεις εύτ’ άν τάδε πάντα φέρησι

    καί τε ιδών μή ιδών είναι καί κωφός ακούσας,
    καί σιγάν, ότε μή τι καταβλάπτη τό σόν αυτού.
    Τόσσον φάς συνέσευε βοών ίφθιμα κάρηνα.
    πολλά δ’ όρη σκιόεντα καί αυλώνας κελαδεινούς
    καί πεδί’ ανθεμόεντα διήλασε κύδιμος `Ερμής.
    ορφναίη δ’ επίκουρος επαύετο δαιμονίη νύξ
    η πλείων, τάχα δ’ όρθρος εγίγνετο δημιοεργός:
    η δέ νέον σκοπιήν προσεβήσατο δία Σελήνη
    Πάλλαντος θυγάτηρ Μεγαμηδείδαο άνακτος,
    τήμος επ’ ‘Αλφειόν ποταμόν Διός άλκιμος υιός
    Φοίβου ‘Απόλλωνος βούς ήλασεν ευρυμετώπους.
    αδμήτες δ’ ίκανον ες αύλιον υψιμέλαθρον
    καί ληνούς προπάροιθεν αριπρεπέος λειμώνος.
    ένθ’ επεί εύ βοτάνης επεφόρβει βούς εριμύκους
    καί τάς μέν συνέλασσεν ες αύλιον αθρόας ούσας
    λωτόν ερεπτομένας ηδ’ ερσήεντα κύπειρον,
    σύν δ’ εφόρει ξύλα πολλά, πυρός δ’ επεμαίετο τέχνην.
    δάφνης αγλαόν όζον ελών επέλεψε σιδήρω

    άρμενον εν παλάμη, άμπνυτο δέ θερμός αϋτμή:
    `Ερμής τοι πρώτιστα πυρήϊα πύρ τ’ ανέδωκε.
    πολλά δέ κάγκανα κάλα κατουδαίω ενί βόθρω
    ούλα λαβών επέθηκεν επηετανά: λάμπετο δέ φλόξ
    τηλόσε φύζαν ιείσα πυρός μέγα δαιομένοιο.
    όφρα δέ πύρ ανέκαιε βίη κλυτού `Ηφαίστοιο,
    τόφρα δ’ υποβρύχιας έλικας βούς έλκε θύραζε
    δοιάς άγχι πυρός, δύναμις δέ οι έπλετο πολλή:
    αμφοτέρας δ’ επί νώτα χαμαί βάλε φυσιοώσας:
    εγκλίνων δ’ εκύλινδε δι’ αιώνας τετορήσας,
    έργω δ’ έργον όπαζε ταμών κρέα πίονα δημώ:
    ώπτα δ’ αμφ’ οβελοίσι πεπαρμένα δουρατέοισι,
    σάρκας ομού καί νώτα γεράσμια καί μέλαν αίμα
    εργμένον εν χολάδεσσι, τά δ’ αυτού κείτ’ επί χώρης.
    ρινούς δ’ εξετάνυσσε καταστυφέλω ενί πέτρη,
    ως έτι νύν τά μέτασσα πολυχρόνιοι πεφύασι
    δηρόν δή μετά ταύτα καί άκριτον. αυτάρ έπειτα
    `Ερμής χαρμόφρων ειρύσατο πίονα έργα
    λείω επί πλαταμώνι καί έσχισε δώδεκα μοίρας
    κληροπαλείς: τέλεον δέ γέρας προσέθηκεν εκάστη.
    ένθ’ οσίης κρεάων ηράσσατο κύδιμος `Ερμής:
    οδμή γάρ μιν έτειρε καί αθάνατόν περ εόντα
    ηδεί’: αλλ’ ουδ’ ώς οι επείθετο θυμός αγήνωρ
    καί τε μάλ’ ιμείροντι περήν’ ιερής κατά δειρής.
    αλλά τά μέν κατέθηκεν ες αύλιον υψιμέλαθρον,
    δημόν καί κρέα πολλά, μετήορα δ’ αίψ’ ανάειρε,
    σήμα νέης φωρής: επί δέ ξύλα κάγκαν’ αείρας
    ουλόποδ’ ουλοκάρηνα πυρός κατεδάμνατ’ αϋτμή.
    αυτάρ επεί τοι πάντα κατά χρέος ήνυσε δαίμων
    σάνδαλα μέν προέηκεν ες ‘Αλφειόν βαθυδίνην,
    ανθρακιήν δ’ εμάρανε, κόνιν δ’ αμάθυνε μέλαιναν
    παννύχιος: καλόν δέ φόως κατέλαμπε Σελήνης.
    Κυλλήνης δ’ αίψ’ αύτις αφίκετο δία κάρηνα
    όρθριος, ουδέ τίς οι δολιχής οδού αντεβόλησεν
    ούτε θεών μακάρων ούτε θνητών ανθρώπων,
    ουδέ κύνες λελάκοντο: Διός δ’ εριούνιος `Ερμής
    δοχμωθείς μεγάροιο διά κλήϊθρον έδυνεν
    αύρη οπωρινή εναλίγκιος ηΰτ’ ομίχλη.
    ιθύσας δ’ άντρου εξίκετο πίονα νηόν
    ήκα ποσί προβιβών: ου γάρ κτύπεν ώς περ επ’ ούδει.
    εσσυμένως δ’ άρα λίκνον επώχετο κύδιμος `Ερμής:
    σπάργανον αμφ’ ώμοις ειλυμένος ηΰτε τέκνον
    νήπιον εν παλάμησι περ’ ιγνύσι λαίφος αθύρων
    κείτο, χέλυν ερατήν επ’ αριστερά χειρός εέργων.
    μητέρα δ’ ουκ άρ’ έληθε θεάν θεός, είπέ τε μύθον:
    τίπτε σύ ποικιλομήτα πόθεν τόδε νυκτός εν ώρη
    έρχη αναιδείην επιειμένε; νύν σε μάλ’ οίω
    ή τάχ’ αμήχανα δεσμά περί πλευρήσιν έχοντα
    Λητοΐδου υπό χερσί διέκ προθύροιο περήσειν,
    ή σέ φέροντα μεταξύ κατ’ άγκεα φηλητεύσειν.
    έρρε πάλιν: μεγάλην σε πατήρ εφύτευσε μέριμναν
    θνητοίς ανθρώποισι καί αθανάτοισι θεοίσι.
    Τήν δ’ `Ερμής μύθοισιν αμείβετο κερδαλέοισι:
    μήτερ εμή τί με ταύτα † τιτύσκεαι † ηΰτε τέκνον
    νήπιον, ός μάλα παύρα μετά φρεσίν αίσυλα οίδε,
    ταρβαλέον καί μητρός υπαιδείδοικεν ενιπάς;
    αυτάρ εγώ τέχνης επιβήσομαι ή τις αρίστη
    βουκολέων εμέ καί σέ διαμπερές: ουδέ θεοίσι
    νώϊ μετ’ αθανάτοισιν αδώρητοι καί άλιστοι
    αυτού τήδε μένοντες ανεξόμεθ’, ως σύ κελεύεις.
    βέλτερον ήματα πάντα μετ’ αθανάτοις οαρίζειν
    πλούσιον αφνειόν πολυλήϊον ή κατά δώμα
    άντρω εν ηερόεντι θαασσέμεν: αμφί δέ τιμής
    καγώ τής οσίης επιβήσομαι ής περ ‘Απόλλων.
    ει δέ κε μή δώησι πατήρ εμός, ή τοι έγωγε
    πειρήσω, δύναμαι, φηλητέων όρχαμος είναι.
    ει δέ μ’ ερευνήσει Λητούς ερικυδέος υιός,
    άλλο τί οι καί μείζον οΐομαι αντιβολήσειν.
    είμι γάρ εις Πυθώνα μέγαν δόμον αντιτορήσων:
    ένθεν άλις τρίποδας περικαλλέας ηδέ λέβητας
    πορθήσω καί χρυσόν, άλις τ’ αίθωνα σίδηρον
    καί πολλήν εσθήτα: σύ δ’ όψεαι αί κ’ εθέλησθα.
    ‘`Ως οι μέν ρ’ επέεσσι πρός αλλήλους αγόρευον
    υιός τ’ αιγιόχοιο Διός καί πότνια Μαία.
    ηώς δ’ ηριγένεια φόως θνητοίσι φέρουσα
    ώρνυτ’ απ’ ‘Ωκεανοίο βαθυρρόου: αυτάρ ‘Απόλλων
    ‘Ογχηστόν δ’ αφίκανε κιών πολυήρατον άλσος
    αγνόν ερισφαράγου Γαιηόχου: ένθα γέροντα
    κνώδαλον εύρε νέμοντα παρέξ οδού έρκος αλωής.
    τόν πρότερος προσέφη Λητούς ερικυδέος υιός:
    ‘~Ω γέρον ‘Ογχηστοίο βατοδρόπε ποιήεντος
    βούς από Πιερίης διζήμενος ενθάδ’ ικάνω
    πάσας θηλείας, πάσας κεράεσσιν ελικτάς,
    εξ αγέλης: ο δέ ταύρος εβόσκετο μούνος απ’ άλλων
    κυάνεος, χαροποί δέ κύνες κατόπισθεν έποντο
    τέσσαρες ηΰτε φώτες ομόφρονες: οι μέν έλειφθεν
    οί τε κύνες ό τε ταύρος, ό δή περί θαύμα τέτυκται:
    ταί δ’ έβαν ηελίοιο νέον καταδυομένοιο
    εκ μαλακού λειμώνος από γλυκεροίο νομοίο.
    ταύτά μοι ειπέ γεραιέ παλαιγενές εί που όπωπας
    ανέρα ταίσδ’ επί βουσί διαπρήσσοντα κέλευθον.
    Τόν δ’ ο γέρων μύθοισιν αμειβόμενος προσέειπεν:
    ώ φίλος αργαλέον μέν όσ’ οφθαλμοίσιν ίδοιτο
    πάντα λέγειν: πολλοί γάρ οδόν πρήσσουσιν οδίται,
    τών οι μέν κακά πολλά μεμαότες, οι δέ μάλ’ εσθλά
    φοιτώσιν: χαλεπόν δέ δαήμεναί εστιν έκαστον.
    αυτάρ εγώ πρόπαν ήμαρ ες ηέλιον καταδύντα
    έσκαπτον περί γουνόν αλωής οινοπέδοιο:
    παίδα δ’ έδοξα φέριστε, σαφές δ’ ουκ οίδα, νοήσαι,
    ός τις ο παίς άμα βουσίν εϋκραίρησιν οπήδει
    νήπιος, είχε δέ ράβδον, επιστροφάδην δ’ εβάδιζεν,
    εξοπίσω δ’ ανέεργε, κάρη δ’ έχεν αντίον αυτώ.
    Φή ρ’ ο γέρων: ο δέ θάττον οδόν κίε μύθον ακούσας.
    οιωνόν δ’ ενόει τανυσίπτερον, αυτίκα δ’ έγνω
    φηλητήν γεγαώτα Διός παίδα Κρονίωνος.
    εσσυμένως δ’ ήϊξεν άναξ Διός υιός ‘Απόλλων
    ες Πύλον ηγαθέην διζήμενος ειλίποδας βούς,
    πορφυρέη νεφέλη κεκαλυμμένος ευρέας ώμους:
    ίχνιά τ’ εισενόησεν `Εκηβόλος είπέ τε μύθον:
    ‘`Ω πόποι ή μέγα θαύμα τόδ’ οφθαλμοίσιν ορώμαι:
    ίχνια μέν τάδε γ’ εστί βοών ορθοκραιράων,
    αλλά πάλιν τέτραπται ες ασφοδελόν λειμώνα:
    βήματα δ’ ούτ’ ανδρός τάδε γίγνεται ούτε γυναικός
    ούτε λύκων πολιών ούτ’ άρκτων ούτε λεόντων:
    ούτε τι κενταύρου λασιαύχενος έλπομαι είναι
    ός τις τοία πέλωρα βιβά ποσί καρπαλίμοισιν:
    αινά μέν ένθεν οδοίο, τά δ’ αινότερ’ ένθεν οδοίο.
    ‘`Ως ειπών ήϊξεν άναξ Διός υιός ‘Απόλλων,
    Κυλλήνης δ’ αφίκανεν όρος καταείμενον ύλη
    πέτρης εις κευθμώνα βαθύσκιον, ένθα τε νύμφη
    αμβροσίη ελόχευσε Διός παίδα Κρονίωνος.
    οδμή δ’ ιμερόεσσα δι’ ούρεος ηγαθέοιο
    κίδνατο, πολλά δέ μήλα ταναύποδα βόσκετο ποίην.
    ένθα τότε σπεύδων κατεβήσατο λάϊνον ουδόν
    άντρον ες ηερόεν εκατηβόλος αυτός ‘Απόλλων.
    Τόν δ’ ως ούν ενόησε Διός καί Μαιάδος υιός
    χωόμενον περί βουσίν εκηβόλον ‘Απόλλωνα,
    σπάργαν’ έσω κατέδυνε θυήεντ’: ηΰτε πολλήν
    πρέμνων ανθρακιήν ύλης σποδός αμφικαλύπτει,
    ώς `Ερμής `Εκάεργον ιδών ανεείλε’ έ αυτόν.
    εν δ’ ολίγω συνέλασσε κάρη χείράς τε πόδας τε
    φή ρα νεόλλουτος προκαλεύμενος ήδυμον ύπνον,
    εγρήσσων ετεόν γε: χέλυν δ’ υπό μασχάλη είχε.
    γνώ δ’ ουδ’ ηγνοίησε Διός καί Λητούς υιός
    νύμφην τ’ ουρείην περικαλλέα καί φίλον υιόν,
    παίδ’ ολίγον δολίης ειλυμένον εντροπίησι.
    παπτήνας δ’ ανά πάντα μυχόν μεγάλοιο δόμοιο
    τρείς αδύτους ανέωγε λαβών κληI=+δα φαεινήν
    νέκταρος εμπλείους ηδ’ αμβροσίης ερατεινής:
    πολλός δέ χρυσός τε καί άργυρος ένδον έκειτο,
    πολλά δέ φοινικόεντα καί άργυφα είματα νύμφης,
    οία θεών μακάρων ιεροί δόμοι εντός έχουσιν.
    ένθ’ επεί εξερέεινε μυχούς μεγάλοιο δόμοιο
    Λητοΐδης μύθοισι προσηύδα κύδιμον `Ερμήν:
    ‘~Ω παί ός εν λίκνω κατάκειαι, μήνυέ μοι βούς
    θάττον: επεί τάχα νώϊ διοισόμεθ’ ου κατά κόσμον.
    ρίψω γάρ σε βαλών ες Τάρταρον ηερόεντα,
    εις ζόφον αινόμορον καί αμήχανον: ουδέ σε μήτηρ
    ες φάος ουδέ πατήρ αναλύσεται, αλλ’ υπό γαίη
    ερρήσεις ολίγοισι μετ’ ανδράσιν ηγεμονεύων.
    Τόν δ’ `Ερμής μύθοισιν αμείβετο κερδαλέοισι:
    Λητοΐδη τίνα τούτον απηνέα μύθον έειπας
    καί βούς αγραύλους διζήμενος ενθάδ’ ικάνεις;
    ουκ ίδον, ου πυθόμην, ουκ άλλου μύθον άκουσα:
    ουκ άν μηνύσαιμ’, ουκ άν μήνυτρον αροίμην:
    ουδέ βοών ελατήρι κραταιώ φωτί έοικα,
    ουδ’ εμόν έργον τούτο, πάρος δέ μοι άλλα μέμηλεν:
    ύπνος εμοί γε μέμηλε καί ημετέρης γάλα μητρός,
    σπάργανά τ’ αμφ’ ώμοισιν έχειν καί θερμά λοετρά.
    μή τις τούτο πύθοιτο πόθεν τόδε νείκος ετύχθη:
    καί κεν δή μέγα θαύμα μετ’ αθανάτοισι γένοιτο
    παίδα νέον γεγαώτα διά προθύροιο περήσαι
    βουσί μετ’ αγραύλοισι: τό δ’ απρεπέως αγορεύεις.
    χθές γενόμην, απαλοί δέ πόδες, τρηχεία δ’ υπό χθών.
    ει δέ θέλεις πατρός κεφαλήν μέγαν όρκον ομούμαι:
    μή μέν εγώ μήτ’ αυτός υπίσχομαι αίτιος είναι,
    μήτε τιν’ άλλον όπωπα βοών κλοπόν υμετεράων,
    αί τινες αι βόες εισί: τό δέ κλέος οίον ακούω.
    ‘`Ως άρ’ έφη καί πυκνόν από βλεφάρων αμαρύσσων
    οφρύσι ριπτάζεσκεν ορώμενος ένθα καί ένθα,
    μάκρ’ αποσυρίζων, άλιον τόν μύθον ακούων.
    τόν δ’ απαλόν γελάσας προσέφη εκάεργος ‘Απόλλων:
    ‘~Ω πέπον ηπεροπευτά δολοφραδές ή σε μάλ’ οίω
    πολλάκις αντιτορούντα δόμους εύ ναιετάοντας
    έννυχον ού χ’ ένα μούνον επ’ ούδεϊ φώτα καθίσσαι
    σκευάζοντα κατ’ οίκον άτερ ψόφου, οί’ αγορεύεις.
    πολλούς δ’ αγραύλους ακαχήσεις μηλοβοτήρας
    ούρεος εν βήσσης, οπόταν κρειών ερατίζων
    αντής βουκολίοισι καί ειροπόκοις οΐεσσιν.
    αλλ’ άγε, μή πύματόν τε καί ύστατον ύπνον ιαύσης,
    εκ λίκνου κατάβαινε μελαίνης νυκτός εταίρε.
    τούτο γάρ ούν καί έπειτα μετ’ αθανάτοις γέρας έξεις:
    αρχός φηλητέων κεκλήσεαι ήματα πάντα.
    ‘`Ως άρ’ έφη καί παίδα λαβών φέρε Φοίβος ‘Απόλλων.
    σύν δ’ άρα φρασσάμενος τότε δή κρατύς ‘Αργειφόντης
    οιωνόν προέηκεν αειρόμενος μετά χερσί,
    τλήμονα γαστρός έριθον ατάσθαλον αγγελιώτην.
    εσσυμένως δέ μετ’ αυτόν επέπταρε, τοίο δ’ ‘Απόλλων
    έκλυεν, εκ χειρών δέ χαμαί βάλε κύδιμον `Ερμήν.
    έζετο δέ προπάροιθε καί εσσύμενός περ οδοίο
    `Ερμήν κερτομέων, καί μιν πρός μύθον έειπε:
    Θάρσει σπαργανιώτα Διός καί Μαιάδος υιέ:
    ευρήσω καί έπειτα βοών ίφθιμα κάρηνα
    τούτοις οιωνοίσι: σύ δ’ αύθ’ οδόν ηγεμονεύσεις.
    ‘`Ως φάθ’: ο δ’ αύτ’ ανόρουσε θοώς Κυλλήνιος `Ερμής
    σπουδή ιών: άμφω δέ παρ’ ούατα χερσίν εώθει,
    σπάργανον αμφ’ ώμοισιν εελμένος, είπε δέ μύθον:
    Πή με φέρεις `Εκάεργε θεών ζαμενέστατε πάντων;
    ή με βοών ένεχ’ ώδε χολούμενος ορσολοπεύεις;
    ώ πόποι είθ’ απόλοιτο βοών γένος: ου γάρ εγώ γε
    υμετέρας έκλεψα βόας, ουδ’ άλλον όπωπα,
    αί τινές εισι βόες: τό δέ δή κλέος οίον ακούω.
    δός δέ δίκην καί δέξο παρά Ζηνί Κρονίωνι.
    Αυτάρ επεί τά έκαστα διαρρήδην ερέεινον
    `Ερμής τ’ οιοπόλος καί Λητούς αγλαός υιός
    αμφίς θυμόν έχοντες: ο μέν νημερτέα φωνήν

    ουκ αδίκως επί βουσίν ελάζυτο κύδιμον `Ερμήν,
    αυτάρ ο τέχνησίν τε καί αιμυλίοισι λόγοισιν
    ήθελεν εξαπατάν Κυλλήνιος ‘Αργυρότοξον:
    αυτάρ επεί πολύμητις εών πολυμήχανον εύρεν
    εσσυμένως δή έπειτα διά ψαμάθοιο βάδιζε
    πρόσθεν, ατάρ κατόπισθε Διός καί Λητούς υιός.
    αίψα δέ τέρθρον ίκοντο θυώδεος Ουλύμποιο
    ες πατέρα Κρονίωνα Διός περικαλλέα τέκνα:
    κείθι γάρ αμφοτέροισι δίκης κατέκειτο τάλαντα.
    † ευμιλίη † δ’ έχ’ »Ολυμπον αγάννιφον, αθάνατοι δέ
    άφθιτοι ηγερέθοντο μετά χρυσόθρονον ηώ.
    έστησαν δ’ `Ερμής τε καί αργυρότοξος ‘Απόλλων
    πρόσθε Διός γούνων: ο δ’ ανείρετο φαίδιμον υιόν
    Ζεύς υψιβρεμέτης καί μιν πρός μύθον έειπε:
    Φοίβε πόθεν ταύτην μενοεικέα ληΐδ’ ελαύνεις
    παίδα νέον γεγαώτα φυήν κήρυκος έχοντα;
    σπουδαίον τόδε χρήμα θεών μεθ’ ομήγυριν ήλθε.
    Τόν δ’ αύτε προσέειπεν άναξ εκάεργος ‘Απόλλων:
    ώ πάτερ ή τάχα μύθον ακούσεαι ουκ αλαπαδνόν
    κερτομέων ως οίος εγώ φιλολήϊός ειμι.
    παίδά τιν’ εύρον τόνδε διαπρύσιον κεραϊστήν
    Κυλλήνης εν όρεσσι πολύν διά χώρον ανύσσας
    κέρτομον, οίον εγώ γε θεών ουκ άλλον όπωπα
    ουδ’ ανδρών, οπόσοι λησίμβροτοί εισ’ επί γαίαν.
    κλέψας δ’ εκ λειμώνος εμάς βούς ώχετ’ ελαύνων
    εσπέριος παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
    ευθύ Πύλον δ’ ελάων: τά δ’ άρ’ ίχνια δοιά πέλωρα
    οίά τ’ αγάσσασθαι καί αγαυού δαίμονος έργα.
    τήσιν μέν γάρ βουσίν ες ασφοδελόν λειμώνα
    αντία βήματ’ έχουσα κόνις ανέφαινε μέλαινα:
    αυτός δ’ ούτος † όδ’ εκτός † αμήχανος, ούτ’ άρα ποσσίν
    ούτ’ άρα χερσίν έβαινε διά ψαμαθώδεα χώρον:
    αλλ’ άλλην τινά μήτιν έχων διέτριβε κέλευθα
    τοία πέλωρ’ ως εί τις αραιήσι δρυσί βαίνοι.
    όφρα μέν ούν εδίωκε διά ψαμαθώδεα χώρον,
    ρεία μάλ’ ίχνια πάντα διέπρεπεν εν κονίησιν:
    αυτάρ επεί ψαμάθοιο μέγαν στίβον εξεπέρησεν,
    άφραστος γένετ’ ώκα βοών στίβος ηδέ καί αυτού
    χώρον ανά κρατερόν: τόν δ’ εφράσατο βροτός ανήρ
    εις Πύλον ευθύς ελώντα βοών γένος ευρυμετώπων.
    αυτάρ επεί δή τάς μέν εν ησυχίη κατέερξε
    καί διαπυρπαλάμησεν οδού τό μέν ένθα τό δ’ ένθα,
    εν λίκνω κατέκειτο μελαίνη νυκτί εοικώς
    άντρω εν ηερόεντι κατά ζόφον, ουδέ κεν αυτόν
    αιετός οξύ λάων εσκέψατο: πολλά δέ χερσίν
    αυγάς ωμόργαζε δολοφροσύνην αλεγύνων.
    αυτός δ’ αυτίκα μύθον απηλεγέως αγόρευεν:
    ουκ ίδον, ου πυθόμην, ουκ άλλου μύθον άκουσα,
    ουδέ κε μηνύσαιμ’, ουδ’ άν μήνυτρον αροίμην.
    ‘~Η τοι άρ’ ώς ειπών κατ’ άρ’ έζετο Φοίβος ‘Απόλλων:
    `Ερμής δ’ άλλον μύθον εν αθανάτοισιν έειπε,
    δείξατο δ’ εις Κρονίωνα θεών σημάντορα πάντων:
    Ζεύ πάτερ ή τοι εγώ σοι αληθείην αγορεύσω:
    νημερτής τε γάρ ειμι καί ουκ οίδα ψεύδεσθαι.
    ήλθεν ες ημετέρου διζήμενος ειλίποδας βούς
    σήμερον ηελίοιο νέον επιτελλομένοιο,
    ουδέ θεών μακάρων άγε μάρτυρας ουδέ κατόπτας.
    μηνύειν δ’ εκέλευεν αναγκαίης υπό πολλής,
    πολλά δέ μ’ ηπείλησε βαλείν ες Τάρταρον ευρύν,
    ούνεχ’ ο μέν τέρεν άνθος έχει φιλοκυδέος ήβης,
    αυτάρ εγώ χθιζός γενόμην: τά δέ τ’ οίδε καί αυτός:
    ού τι βοών ελατήρι κραταιώ φωτί εοικώς.
    πείθεο, καί γάρ εμείο πατήρ φίλος εύχεαι είναι,
    ως ουκ οίκαδ’ έλασσα βόας, ώς όλβιος είην,
    ουδ’ υπέρ ουδόν έβην: τό δέ τ’ ατρεκέως αγορεύω.
    ‘Ηέλιον δέ μάλ’ αιδέομαι καί δαίμονας άλλους,
    καί σέ φιλώ καί τούτον οπίζομαι: οίσθα καί αυτός
    ως ουκ αίτιός ειμι: μέγαν δ’ † επιδαίομαι όρκον:
    ου μά τάδ’ αθανάτων ευκόσμητα προθύραια.
    καί ποτ’ εγώ τούτω τίσω ποτί νηλέα φωρήν
    καί κρατερώ περ εόντι: σύ δ’ οπλοτέροισιν άρηγε.
    ‘`Ως φάτ’ επιλλίζων Κυλλήνιος ‘Αργειφόντης,
    καί τό σπάργανον είχεν επ’ ωλένη ουδ’ απέβαλλε.
    Ζεύς δέ μέγ’ εξεγέλασσεν ιδών κακομηδέα παίδα
    εύ καί επισταμένως αρνεύμενον αμφί βόεσσιν.
    αμφοτέρους δ’ εκέλευσεν ομόφρονα θυμόν έχοντας
    ζητεύειν, `Ερμήν δέ διάκτορον ηγεμονεύειν,
    καί δείξαι τόν χώρον επ’ αβλαβίησι νόοιο
    όππη δή αύτ’ απέκρυψε βοών ίφθιμα κάρηνα.
    νεύσεν δέ Κρονίδης, επεπείθετο δ’ αγλαός `Ερμής:
    ρηϊδίως γάρ έπειθε Διός νόος αιγιόχοιο.
    τώ δ’ άμφω σπεύδοντε Διός περικαλλέα τέκνα
    ες Πύλον ημαθόεντα επ’ ‘Αλφειού πόρον ίξον:
    αγρούς δ’ εξίκοντο καί αύλιον υψιμέλαθρον
    ηχού δή τά χρήματ’ ατάλλετο νυκτός εν ώρη.
    ένθ’ `Ερμής μέν έπειτα κιών παρά λάϊνον άντρον
    εις φώς εξήλαυνε βοών ίφθιμα κάρηνα:
    Λητοΐδης δ’ απάτερθεν ιδών ενόησε βοείας
    πέτρη επ’ ηλιβάτω, τάχα δ’ ήρετο κύδιμον `Ερμήν:
    Πώς εδύνω δολομήτα δύω βόε δειροτομήσαι,
    ώδε νεογνός εών καί νήπιος; αυτός εγώ γε
    θαυμαίνω κατόπισθε τό σόν κράτος: ουδέ τί σε χρή
    μακρόν αέξεσθαι Κυλλήνιε Μαιάδος υιέ.
    ‘`Ως άρ’ έφη, καί χερσί περίστρεφε καρτερά δεσμά

    άγνου: ταί δ’ υπό ποσσί κατά χθονός αίψα φύοντο
    αυτόθεν εμβολάδην εστραμμέναι αλλήλησι
    ρείά τε καί πάσησιν επ’ αγραύλοισι βόεσσιν
    `Ερμέω βουλήσι κλεψίφρονος: αυτάρ ‘Απόλλων
    θαύμασεν αθρήσας. τότε δή κρατύς ‘Αργειφόντης
    χώρον υποβλήδην εσκέψατο πύρ αμαρύσσων

    εγκρύψαι μεμαώς: Λητούς δ’ ερικυδέος υιόν
    ρεία μάλ’ επρήϋνεν εκηβόλον, ως έθελ’ αυτός,
    καί κρατερόν περ εόντα: λαβών δ’ επ’ αριστερά χειρός
    πλήκτρω επειρήτιζε κατά μέλος: η δ’ υπό χειρός
    σμερδαλέον κονάβησε, γέλασσε δέ Φοίβος ‘Απόλλων
    γηθήσας, ερατή δέ διά φρένας ήλυθ’ ιωή
    θεσπεσίης ενοπής, καί μιν γλυκύς ίμερος ήρει
    θυμώ ακουάζοντα: λύρη δ’ ερατόν κιθαρίζων
    στή ρ’ ό γε θαρσήσας επ’ αριστερά Μαιάδος υιός
    Φοίβου ‘Απόλλωνος, τάχα δέ λιγέως κιθαρίζων
    γηρύετ’ αμβολάδην, ερατή δέ οι έσπετο φωνή,
    κραίνων αθανάτους τε θεούς καί γαίαν ερεμνήν
    ως τά πρώτα γένοντο καί ως λάχε μοίραν έκαστος.
    Μνημοσύνην μέν πρώτα θεών εγέραιρεν αοιδή
    μητέρα Μουσάων, η γάρ λάχε Μαιάδος υιόν:
    τούς δέ κατά πρέσβιν τε καί ως γεγάασιν έκαστος
    αθανάτους εγέραιρε θεούς Διός αγλαός υιός
    πάντ’ ενέπων κατά κόσμον, επωλένιον κιθαρίζων.
    τόν δ’ έρος εν στήθεσσιν αμήχανος αίνυτο θυμόν,
    καί μιν φωνήσας έπεα πτερόεντα προσηύδα:
    Βουφόνε μηχανιώτα πονεύμενε δαιτός εταίρε
    πεντήκοντα βοών αντάξια ταύτα μέμηλας.
    ησυχίως καί έπειτα διακρινέεσθαι οΐω.
    νύν δ’ άγε μοι τόδε ειπέ πολύτροπε Μαιάδος υιέ
    ή σοί γ’ εκ γενετής τάδ’ άμ’ έσπετο θαυματά έργα
    ήέ τις αθανάτων ηέ θνητών ανθρώπων
    δώρον αγαυόν έδωκε καί έφρασε θέσπιν αοιδήν;
    θαυμασίην γάρ τήνδε νεήφατον όσσαν ακούω,
    ήν ού πώ ποτέ φημι δαήμεναι ούτε τιν’ ανδρών,
    ούτε τιν’ αθανάτων οί ‘Ολύμπια δώματ’ έχουσι,
    νόσφι σέθεν φηλήτα Διός καί Μαιάδος υιέ.
    τίς τέχνη, τίς μούσα αμηχανέων μελεδώνων,
    τίς τρίβος; ατρεκέως γάρ άμα τρία πάντα πάρεστιν
    ευφροσύνην καί έρωτα καί ήδυμον ύπνον ελέσθαι.
    καί γάρ εγώ Μούσησιν ‘Ολυμπιάδεσσιν οπηδός,
    τήσι χοροί τε μέλουσι καί αγλαός οίμος αοιδής
    καί μολπή τεθαλυία καί ιμερόεις βρόμος αυλών:
    αλλ’ ού πώ τί μοι ώδε μετά φρεσίν άλλο μέλησεν
    οία νέων θαλίης ενδέξια έργα πέλονται:
    θαυμάζω Διός υιέ τάδ’ ως ερατόν κιθαρίζεις.
    νύν δ’ επεί ούν ολίγος περ εών κλυτά μήδεα οίδας,
    ίζε πέπον καί μύθον επαίνει πρεσβυτέροισι.
    νύν γάρ τοι κλέος έσται εν αθανάτοισι θεοίσι
    σοί τ’ αυτώ καί μητρί: τό δ’ ατρεκέως αγορεύσω:
    ναί μά τόδε κρανέϊνον ακόντιον ή μέν εγώ σε
    κυδρόν εν αθανάτοισι καί όλβιον † ηγεμονεύσω,
    δώσω τ’ αγλαά δώρα καί ες τέλος ουκ απατήσω.
    Τόν δ’ `Ερμής μύθοισιν αμείβετο κερδαλέοισιν:
    ειρωτάς μ’ `Εκάεργε περιφραδές: αυτάρ εγώ σοι
    τέχνης ημετέρης επιβήμεναι ού τι μεγαίρω.
    σήμερον ειδήσεις: εθέλω δέ τοι ήπιος είναι
    βουλή καί μύθοισι, σύ δέ φρεσί πάντ’ εύ οίδας.
    πρώτος γάρ Διός υιέ μετ’ αθανάτοισι θαάσσεις
    ηΰς τε κρατερός τε: φιλεί δέ σε μητίετα Ζεύς
    εκ πάσης οσίης, έπορεν δέ τοι αγλαά δώρα:
    καί τιμάς σέ δέ φασι δαήμεναι εκ Διός ομφής
    μαντείας θ’ `Εκάεργε Διός πάρα, θέσφατα πάντα:
    τών νύν αυτός έγωγε † παίδ’ αφνειόν † δεδάηκα.
    σοί δ’ αυτάγρετόν εστι δαήμεναι όττι μενοινάς.
    αλλ’ επεί ούν τοι θυμός επιθύει κιθαρίζειν,
    μέλπεο καί κιθάριζε καί αγλαΐας αλέγυνε
    δέγμενος εξ εμέθεν: σύ δέ μοι φίλε κύδος όπαζε.
    ευμόλπει μετά χερσίν έχων λιγύφωνον εταίρην
    καλά καί εύ κατά κόσμον επιστάμενος αγορεύειν.
    εύκηλος μέν έπειτα φέρειν εις δαίτα θάλειαν
    καί χορόν ιμερόεντα καί ες φιλοκυδέα κώμον,
    ευφροσύνην νυκτός τε καί ήματος. ός τις άν αυτήν
    τέχνη καί σοφίη δεδαημένος εξερεείνη
    φθεγγομένη παντοία νόω χαρίεντα διδάσκει
    ρεία συνηθείησιν αθυρομένη μαλακήσιν,
    εργασίην φεύγουσα δυήπαθον: ός δέ κεν αυτήν
    νήϊς εών τό πρώτον επιζαφελώς ερεείνη,
    μάψ αύτως κεν έπειτα μετήορά τε θρυλίζοι.
    σοί δ’ αυτάγρετόν εστι δαήμεναι όττι μενοινάς.
    καί τοι εγώ δώσω ταύτην Διός αγλαέ κούρε:
    ημείς δ’ αύτ’ όρεός τε καί ιπποβότου πεδίοιο
    βουσί νομούς `Εκάεργε νομεύσομεν αγραύλοισιν.
    ένθεν άλις τέξουσι βόες ταύροισι μιγείσαι
    μίγδην θηλείας τε καί άρσενας: ουδέ τί σε χρή
    κερδαλέον περ εόντα περιζαμενώς κεχολώσθαι.
    ‘`Ως ειπών ώρεξ’, ο δ’ εδέξατο Φοίβος ‘Απόλλων,
    `Ερμή δ’ εγγυάλιξεν έχων μάστιγα φαεινήν,
    βουκολίας τ’ επέτελλεν: έδεκτο δέ Μαιάδος υιός
    γηθήσας: κίθαριν δέ λαβών επ’ αριστερά χειρός
    Λητούς αγλαός υιός άναξ εκάεργος ‘Απόλλων
    πλήκτρω επειρήτιζε κατά μέλος, η δ’ υπό νέρθεν
    σμερδαλέον κονάβησε, θεός δ’ υπό καλόν άεισεν.
    »Ενθα βόες μέν έπειτα ποτί ζάθεον λειμώνα
    ετραπέτην: αυτοί δέ Διός περικαλλέα τέκνα
    άψορροι πρός »Ολυμπον αγάννιφον ερρώσαντο
    τερπόμενοι φόρμιγγι, χάρη δ’ άρα μητίετα Ζεύς,
    άμφω δ’ ες φιλότητα συνήγαγε. καί τά μέν `Ερμής
    Λητοΐδην εφίλησε διαμπερές ως έτι καί νύν,
    σήματ’ επεί κίθαριν μέν `Εκηβόλω εγγυάλιξεν
    ιμερτήν, δεδαώς ο δ’ επωλένιον κιθάριζεν:
    αυτός δ’ αύθ’ ετέρης σοφίης εκμάσσατο τέχνην:
    συρίγγων ενοπήν ποιήσατο τηλόθ’ ακουστήν.
    καί τότε Λητοΐδης `Ερμήν πρός μύθον έειπε:
    Δείδια Μαιάδος υιέ διάκτορε ποικιλομήτα
    μή μοι ανακλέψης κίθαριν καί καμπύλα τόξα:
    τιμήν γάρ πάρ Ζηνός έχεις επαμοίβιμα έργα
    θήσειν ανθρώποισι κατά χθόνα πουλυβότειραν.
    αλλ’ εί μοι τλαίης γε θεών μέγαν όρκον ομόσσαι,
    ή κεφαλή νεύσας ή επί Στυγός όβριμον ύδωρ,
    πάντ’ άν εμώ θυμώ κεχαρισμένα καί φίλα έρδοις.
    Καί τότε Μαιάδος υιός υποσχόμενος κατένευσε
    μή ποτ’ αποκλέψειν όσ’ `Εκηβόλος εκτεάτισται,
    μηδέ ποτ’ εμπελάσειν πυκινώ δόμω: αυτάρ ‘Απόλλων
    Λητοΐδης κατένευσεν επ’ αρθμώ καί φιλότητι
    μή τινα φίλτερον άλλον εν αθανάτοισιν έσεσθαι,
    μήτε θεόν μήτ’ άνδρα Διός γόνον: εκ δέ τέλειον

    σύμβολον αθανάτων ποιήσομαι ηδ’ άμα πάντων
    πιστόν εμώ θυμώ καί τίμιον: αυτάρ έπειτα
    όλβου καί πλούτου δώσω περικαλλέα ράβδον
    χρυσείην τριπέτηλον, ακήριον ή σε φυλάξει
    πάντας επικραίνουσα θεμούς επέων τε καί έργων
    τών αγαθών όσα φημί δαήμεναι εκ Διός ομφής.
    μαντείην δέ φέριστε διοτρεφές ήν ερεείνεις
    ούτε σε θέσφατόν εστι δαήμεναι ούτε τιν’ άλλον
    αθανάτων: τό γάρ οίδε Διός νόος: αυτάρ εγώ γε
    πιστωθείς κατένευσα καί ώμοσα καρτερόν όρκον
    μή τινα νόσφιν εμείο θεών αιειγενετάων
    άλλον γ’ είσεσθαι Ζηνός πυκινόφρονα βουλήν.
    καί σύ κασίγνητε χρυσόρραπι μή με κέλευε
    θέσφατα πιφαύσκειν όσα μήδεται ευρύοπα Ζεύς.
    ανθρώπων δ’ άλλον δηλήσομαι, άλλον ονήσω,
    πολλά περιτροπέων αμεγάρτων φύλ’ ανθρώπων.
    καί μέν εμής ομφής απονήσεται ός τις άν έλθη
    φωνή τ’ ηδέ ποτήσι τεληέντων οιωνών:
    ούτος εμής ομφής απονήσεται ουδ’ απατήσω.
    ός δέ κε μαψιλόγοισι πιθήσας οιωνοίσι
    μαντείην εθέλησι παρέκ νόον εξερεείνειν
    ημετέρην, νοέειν δέ θεών πλέον αιέν εόντων,
    φήμ’ αλίην οδόν είσιν, εγώ δέ κε δώρα δεχοίμην.
    άλλο δέ τοι ερέω Μαίης ερικυδέος υιέ
    καί Διός αιγιόχοιο, θεών εριούνιε δαίμον:
    σεμναί γάρ τινες εισί κασίγνηται γεγαυίαι
    παρθένοι ωκείησιν αγαλλόμεναι πτερύγεσσι
    τρείς: κατά δέ κρατός πεπαλαγμέναι άλφιτα λευκά
    οικία ναιετάουσιν υπό πτυχί Παρνησοίο
    μαντείης απάνευθε διδάσκαλοι ήν επί βουσί
    παίς έτ’ εών μελέτησα: πατήρ δ’ εμός ουκ αλέγιζεν.
    εντεύθεν δή έπειτα ποτώμεναι άλλοτε άλλη
    κηρία βόσκονται καί τε κραίνουσιν έκαστα.
    αι δ’ ότε μέν θυίωσιν εδηδυίαι μέλι χλωρόν
    προφρονέως εθέλουσιν αληθείην αγορεύειν:
    ήν δ’ απονοσφισθώσι θεών ηδείαν εδωδήν
    ψεύδονται δή έπειτα δι’ αλλήλων δονέουσαι.
    τάς τοι έπειτα δίδωμι, σύ δ’ ατρεκέως ερεείνων
    σήν αυτού φρένα τέρπε, καί ει βροτόν άνδρα δαείης
    πολλάκι σής ομφής επακούσεται αί κε τύχησι.
    ταύτ’ έχε Μαιάδος υιέ καί αγραύλους έλικας βούς,
    ίππους τ’ αμφιπόλευε καί ημιόνους ταλαεργούς

    καί χαροποίσι λέουσι καί αργιόδουσι σύεσσι
    καί κυσί καί μήλοισιν, όσα τρέφει ευρεία χθών,
    πάσι δ’ επί προβάτοισιν ανάσσειν κύδιμον `Ερμήν,
    οίον δ’ εις ‘Αΐδην τετελεσμένον άγγελον είναι,
    ός τ’ άδοτός περ εών δώσει γέρας ουκ ελάχιστον.
    Ούτω Μαιάδος υιόν άναξ εφίλησεν ‘Απόλλων
    παντοίη φιλότητι, χάριν δ’ επέθηκε Κρονίων.
    πάσι δ’ ό γε θνητοίσι καί αθανάτοισιν ομιλεί:
    παύρα μέν ούν ονίνησι, τό δ’ άκριτον ηπεροπεύει
    νύκτα δι’ ορφναίην φύλα θνητών ανθρώπων.
    Καί σύ μέν ούτω χαίρε Διός καί Μαιάδος υιέ:
    αυτάρ εγώ καί σείο καί άλλης μνήσομ’ αοιδής.

    Αφήτωρ

    Hermes from the Olympic Symphony by Panayoti Karousos

  9. […] Η γέννηση της Ηρωικής  παρορμητικής ψυχής […]

  10. elzin said,

    4. Στην σπηλιά του Κύκλωπα
    Με κέντρο βάρους και σημείο αναφοράς την Ελληνική σκέψη,
    γιατί είναι η προτίμηση τη καρδιάς μας και γιατί αγαπούμε αυτή την χώρα και,
    μαζί της και τις άλλες χώρες του κόσμου,
    πλησιάζουμε στο νησί του Κύκλωπα και την πολυδιάστατη ιστορία του.Ακολουθούμε την σειρά του ωροσκοπίου, ποιητική αδεία του Ομήρου και είναι ο 4ος οίκος,
    ο Καρκίνος,ο τροπικός του,η Ήρα,η Σελήνη,η Λερναία Ύδρα,η ανακεφαλαίωση,η εξομολόγηση,τα παιδικά χρόνια,οι ρίζες του δέντρου,οι ενδομήτριες εμπειρίες.
    Αν ο Ποσειδώνας είναι η αιτία για μια Οδύσσεια,
    η Ήρα είναι η αρχή για ένα Ηρακλή και τους Άθλους του.
    Έτσι οι Άθλοι αυτοί δεν αρχίζουν από το Κριό,
    αλλά από το Λιοντάρι της Νεμέας,
    που είναι ο 5ος οίκος του ωροσκοπίου και τα βόδια του Ήλιου στην διαδρομή του Οδυσσέα.

    “Τελικά σε αυτό το ταξίδι δεν είμαστε μόνοι μας,

    παρ’όλο που βιώνουμε και ώρες μεγάλης μοναξιάς!”

    Ήρα Λεόν

    4. Στην σπηλιά του Κύκλωπα

    Αφήτωρ

    ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ 2/6 ALEXANDER THE GREAT

  11. elzin said,

    ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΗΡΑ

    Ηρην αείδω χρυσόθρονον ήν τέκε Ρείη,

    Αθάνατην βασίλειαν υπείροχον είδος έχουσαν

    Ζηνός εριγδούποιο κασίγνητην άλοχόν τε

    Κυδρήν, ήν πάντες μάκαρες κατά μακρόν Ολυμπον

    Αζόμενοι τίουσιν ομώς Διί τερπικεραύνω.

    Αφήτωρ

  12. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία Αφήτωρ Like this:LikeBe the first to like this post. […]

  13. elzin said,

    5. Το νησί του Ήλιου
    Η θέληση και η αυτοπειθαρχία του Οδυσσέα δοκιμάζεται στην μη παράβαση της εντολής και στην υπεράσπιση και τον σεβασμό των ζωτικών δυνάμεων του οργανισμού και της Ιερής Φωτιάς.
    Η θέληση στον Ηρακλή αποκρυσταλλώνεται με την κατάκτηση το Άθλου του Λιονταριού της Νεμέας.
    Ο Λέων είναι ένας σημαντικός σταθμός γιατί αντιπροσωπεύει την αρχή μιας μυητικής πορείας ενώ ο Κριός την αρχή μιας φυσικής γέννησης.
    Η θέληση είναι μια δύναμη που εκπορεύεται από το σώμα, όταν όλα τα άλλα έχουν χαθεί και σε στιγμή απόλυτης σιωπής.
    Προϋποθέτει μια γερή λεοντόκαρδη καρδιά και πολύ καλή λειτουργία του κυκλοφορικού συστήματος.

    Οδηγεί σε σταθερές αποφάσεις, αποφάσεις που άπαξ και ληφθούν ισχύουν για παντός, γιατί ο πολεμιστής αναλαμβάνει την ευθύνη των αποφάσεων του ακόμη και των πιο ασήμαντων… φαινομενικά.
    Για αυτόν δεν υπάρχουν σημαντικές ή ασήμαντες αποφάσεις παρά μόνο αποφάσεις που παίρνει πάντα μπροστά στον Θάνατο του..
    Το Λιοντάρι της Νεμέας είναι ο Άθλος και η εκπαίδευση της Όρασης.

    Αρχίζει να βλέπει καλύτερα ακόμη και με κλειστά μάτια κλείνοντας τις δύο εξόδους
    των ματιών στην σπηλιά ενός κεφαλιού και συλλαμβάνει
    …το Λιοντάρι.
    Η θέληση οδηγεί στην όραση και ο πολεμιστής αρχίζει να βλέπει την ενέργεια όπως ρέει στο σύμπαν χωρίς τα μεταφραστικά προγράμματα του MATRIX, που επιβάλει κοινωνική χειραγωγημένη διαμόρφωση.

    Βλέπει τις ακτίνες όπως εκπορεύονται από τον Αετό του Δία σε τρεις δέσμες συνείδησης και οργανώνουν την ζωή στην γη σε 48 λωρίδες καθώς και τις αποχρώσεις τους, μπεζ,ροδακινί και κίτρινο.

    Η επιμονή θα δημιουργήσει την θέληση και η θέληση παράγει ενέργεια γιατί
    είναι ευθυγράμμιση των εξωτερικών και εσωτερικών ακτινών του φωτεινού σώματος του ανθρώπου.

    Η ευθυγράμμιση αυτή είναι η συνειδητοποίηση της αντίληψης σε διαφορετικές θέσεις περνώντας κάθε φορά από το σημείο συναρμολόγησης αριστερά κοντά στην καρδιά του ανθρώπου.
    Επίσης,αυτή η θέληση κάνει το σημείο αυτό να σταθεροποιείται σε μια συγκεκριμένη θέση διαφορετικά τρεμοπαίζει και η αντίληψη είναι χαοτική με σκόρπιες εικόνες…
    εδώ και εκεί.

    Η σταθεροποίηση τους σημείου συναρμολόγησης φτιάχνει τους διώκτες, τους κυνηγούς και τους κατασκευαστές της ελεγχόμενης τρέλας.
    Η ελεγχόμενη τρέλα είναι μια τέχνη,ένα είδος ηθοποιίας με την οποία οι κυνηγοί πολεμιστές συναλλάσσονται με τους ανθρώπους και μαθαίνουν μέσα από τις εμπειρίες τους, μόνο που δεν γίνεται για κερδοσκοπικούς λόγους.

    Με αυτή την έννοια οι κυνηγοί παίζουν ένα ρόλο όσο πιο καλύτερα μπορούν με φαντασία, με χιούμορ, με αψογοσύνη, με τον αυτοσχεδιασμό που απαιτούν οι περιστάσεις της επιλογής του πνεύματος και το προσφέρουν σε αυτό.
    Μετά αποσύρονται και σβήνουν τα ίχνη τους και παραμένουν ελεύθεροι
    και… ο “κανένας”.

    Γελούν, κλαίνε, αγωνιούν, αγωνίζονται, πολεμούν, ρευστοί, απρόβλεπτοι, εφευρετικοί, ελέγχουν την τρέλα της ζωής τους κάθε στιγμή με απόλυτη αυτοπειθαρχία.

    Παραμένουν πάντα ελεύθεροι από το αποτέλεσμα της πράξης.
    Δεν περιμένουν κανένα κέρδος, ανταμοιβές και χειροκροτήματα.
    Κάνουν το καλύτερο και
    εξοικονομούν ενέργεια σπάζοντας την ρουτίνα, αποφεύγοντας να έχουν συνήθειε,ς εξαρτήσεις και πράττοντας “μη πράξεις”.
    Οι “μη πράξεις” των πολεμιστών είναι να βαδίζεις προς τα πίσω,
    να κουβαλάς μια άδεια τσάντα, να κάνεις κάτι με διαφορετικό τρόπο από ότι έχεις συνηθίσει σπάζοντας τον παγιωμένο τρόπο σκέψης.
    Απόλλων Λεόν ….και οι πολεμιστές της Λάϊον στο ξύπνημα της κόρης

    και με ένα στόχο ερωτικής αποστολής σε δρόμο καρδιάς!

    5. Το νησί του Ήλιου

    Αφήτωρ
    Η μάχη του Γρανικού

  14. elzin said,

    Ύμνος στον Απόλλωνα

    ‘Ελθέ, μάκαρ, Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοίβε, Λυκωρεύ,
    Μεμφίτ’, αγλαότιμε, ιήιε, ολβιοδώτα,
    χρυσολύρη, σπερμείε, αρότριε, Πύθιε, Τιτάν,
    Γρύνειε, Σμινθεύ, Πυθοκτόνε, Δελφικέ, μάντι,
    άγριε, φωσφόρε δαίμον, εράσμιε, κύδιμε κούρε,
    μουσαγέτα, χοροποιέ, εκηβόλε, τοξοβέλεμνε,
    Βράγχιε καί Διδυμεύ, † εκάεργε, Λοξία, αγνέ,
    Δήλι’ άναξ, πανδερκές έχων φαεσίμβροτον όμμα,
    χρυσοκόμα, καθαράς φήμας χρησμούς τ’ αναφαίνων:
    κλύθί μου ευχομένου λαών ύπερ εύφρονι θυμώι:
    τόνδε σύ γάρ λεύσσεις τόν απείριτον αιθέρα πάντα
    γαίαν δ’ ολβιόμοιρον ύπερθέ τε καί δι’ αμολγού,
    νυκτός εν ησυχίαισιν υπ’ αστεροόμματον όρφνην
    ρίζας νέρθε δέδορκας, έχεις δέ τε πείρατα κόσμου
    παντός: σοί δ’ αρχή τε τελευτή τ’ εστί μέλουσα,
    παντοθαλής, σύ δέ πάντα πόλον κιθάρηι πολυκρέκτωι
    αρμόζεις, οτέ μέν νεάτης επί τέρματα βαίνων,
    άλλοτε δ’ αύθ’ υπάτης, ποτέ Δώριον εις διάκοσμον
    πάντα πόλον κιρνάς κρίνεις βιοθρέμμονα φύλα,
    αρμονίηι κεράσας {τήν} παγκόσμιον ανδράσι μοίραν,
    μίξας χειμώνος θέρεός τ’ ίσον αμφοτέροισιν,
    ταίς υπάταις χειμώνα, θέρος νεάταις διακρίνας,
    Δώριον εις έαρος πολυηράτου ώριον άνθος.
    ένθεν επωνυμίην σε βροτοί κλήιζουσιν άνακτα,
    Πάνα, θεόν δικέρωτ’, ανέμων συρίγμαθ’ ιέντα:
    ούνεκα παντός έχεις κόσμου σφραγίδα τυπώτιν.
    κλύθι, μάκαρ, σώζων μύστας ικετηρίδι φωνήι.

    Αφήτωρ

  15. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία Αφήτωρ Η αναγκαιότητα της καθαρότητας της  λογικής και ο λόγος της. Ο λόγος, η λογική,  Αλέξανδρος και Αριστοτέλης στο  κέντρο της  καθαρής Ελληνικής μάχιμης σκέψης! Της ανίκητης! […]

  16. elzin said,

    6. Οι Λαιστρυγόνες
    Η Ιερή Θεά Εστία,
    είναι φυσικά μία Παρθένος Θεά και έχει σοβαρούς λόγους να ζητήσει από τον Δία να σεβαστούν όλοι την απόφαση της… αυτή!

    Είναι ο ιερός όρκος στην Εστία, και το πρώτο μερίδιο από την θυσία που αφιερώνεται σε αυτή.

    Ποια είναι η Εστία και γιατί πρέπει να παραμένει Ιερή Ανέγγιχτος και Παρθένος;

    Η Εστία είναι ένας χώρος, προσωπικός, ιδιωτικός, ένα σπίτι,
    ένας δημόσιος χώρος, η δημόσια ζωή του τόπου, η πατρίδα, οι πατρίδες …όλου του κόσμου.

    Η Εστία είναι… ένα Νησί.
    Ένα νησί που αναδύεται κάθε φορά από την αγριεμένη θάλασσα του ναγουάλ και είναι …το τονάλ. Προσωπικό, εθνικό,συλλογικό, πανανθρώπινο.
    Το τονάλ είναι η λογική ότι μπορεί να εξηγηθεί με λόγια και ειπωθεί.
    Ότι μπορεί να σκεφτεί κάποιος!

    Το προσωπικό τονάλ είναι όλες οι σκέψεις και ο αντιδράσεις του ανθρώπου και το συλλογικό τονάλ είναι αντίστοιχα όλες οι σκέψεις και οι δράσεις όλων των ανθρώπων,
    όπως αναδύονται απο το υποσυνείδητο χώρο… στο συνειδητό.
    Για αυτό και η Παρθένος είναι απέναντι… πολική στο ζώδιο
    … με τους Ιχθείς του Ποσειδώνα.

    Τίποτα δεν χάνεται ποτέ στην κοσμική θάλασσα της αντίληψης και φέρουμε ευθύνη όχι μόνο για τις πράξεις μας αλλά και για τις σκέψεις μας.
    Ο μεγάλος μύστης Πυθαγόρας είχε μιλήσει για τις απόρροιες της συνείδησης και την κοσμική θάλασσα της ατίληψης.
    Το πρώτο νησί είναι, το Νησί της Ηλιακής Συνείδησης, η Δήλος,
    το νησί που μπόρεσε να
    στερεωθεί και να γεννηθεί ο Απόλλων και η αδελφή του η Άρτεμις μετά την καταδίωξη της Λητούς.

    Θα ακολουθήσουν και όλα τα υπόλοιπα “νησιά” και οι αντίστοιχες επικρατούσες λογικές τους.
    Η αμάθεια, οι πόλεμοι, η επιθετικότητα, ο ιμπεριαλισμός,η απληστία, οι φιλοδοξίες μερικών ρημάξανε κυριολεκτικά όλους τους χώρους, τους βεβηλώσανε
    … τους λεηλατήσανε.
    Η ανθρωπότητα δεν γνώρισε στιγμές ειρήνης και σεβασμού της Εστίας σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.
    Έτσι, στην θέση που θάπρεπε να υπάρχει ο πλανήτης, βρίσκονται τα κομμάτια των αστεροειδών και ο Χείρωνας συμπληρώνει το ρόλο του θεραπευτή… του Νησιού,
    πάσχοντας όμως και ο ίδιος… πολύ.
    Το Ιερό Νησί,ένας κύκλος και
    …το κέντρο του!

    Το Ιερό Νησί, είτε είναι ένας χώρος, προσωπικός, ιδιωτικός, ένα σπίτι,
    ένας δημόσιος χώρος η δημόσια ζωή του τόπου, η πατρίδα, οι πατρίδες όλου του κόσμου,
    πρέπει να περιφρουρείται,να προστατεύεται, να παραμένει καθαρός, αμόλυντος, απαραβίαστος
    …χώρος!

    Αυτό σημαίνει, πως όλα τα πράγματα πάνω σε αυτό το νησί χρειάζεται να τοποθετούνται με αρμονία, με λειτουργικότητα, με προτεραιότητα, με αποτελεσματικότητα,
    με οικονομία, χωρίς να λείπει κάτι και χωρίς να σπαταλιέται άσκοπα και ανίερα.

    Το κάθε τι… στη θέση του, ακόμη και …τα σκουπίδια.

    Το πιο σημαντικό είναι όμως,
    τι, τοποθετεί κανείς στο κέντρο του νησιού και του κύκλου
    … σαν σημείο αναφοράς.
    Αν τοποθετήσεις στο κέντρο και στο σαλόνι του σπιτιού
    τα σκουπίδια όλο το σπίτι θα …θυμίζει χωματερή.
    Αν τοποθετήσεις ένα Φως…θα λάμπει!

    Το “σπίτι” επιβάλλεται να αερίζεται να το βλέπει Ήλιος να είναι καθαρό,
    τακτοποιημένο, νοικοκυρεμένο.

    Οι επισκέπτες να φιλοξενούνται, να περιποιούνται αλλά όχι
    να κάνουν κατάχρηση της φιλοξενίας και να διεκδικούν
    … το κρεβάτι του ιδιοκτήτη.

    Το πλαίσιο ανταλλαγής κουλτούρας πολιτισμών και λαών σαφώς θα περιέχει συνεργασία, όχι όμως να διαβρώνεται και να υποσκελίζεται και να παραπετιέται η βασική ουσία, η σύσταση του νησιού.

    Να παραποιείται το χρώμα του, το χώμα και οι ρίζες του δέντρου!

    Η ιστορία φανερώνει ότι αυτό το νησί καταστρέφεται παραβιάζεται διαβρώνεται από πολλούς
    εχθρούς και κατακτητές πολές φορές.

    Οι κατακτητές είναι αρκετές φορές άμεσοι, ευκρινείς και τους βλέπεις μπροστά σου με τα όπλα τους και τα ταγκς… γνωρίζεις ποιοί είναι.

    Αρκετές φορές όμως είναι έμμεσοι κρύβονται πίσω από μορφές προβάτων,
    “αδύναμοι” φαινομενικά, με ωραία λόγια κολακευτικά και υπνωτιστικά,
    μιλώντας για την αγάπη και την απόλυτη εξουσία του θεού
    και πίσω από καλοραμμένα κουστούμια
    τεχνοκρατων των πολυεθνικών
    συζητώντας για την αγάπη και την κυρίαρχη αύξηση του χρήματος.

    Χρειάζεται μεγάλη οξυδέρκεια να τους διακρίνεις μαζί και την πρόθεση τους και τους σκοπούς τους.

    Χρειάζεται να “”βλέπεις καθαρά και χρειάζεται το Φως … για αυτό.

    Πολύ σημαντικό είναι το παράδειγμα το πρότυπο των κυβερνώντων και συμμετεχόντων στην διοίκηση αυτού του νησιού.

    Οι δημόσιοι άντρες και οι γυναίκες τους,οι συγγενείς τους, οι κουμπάροι τους,οι γραμματείς τους,
    οι πνευματικοί καθοδηγητές τους,πρέπει και να είναι και να φαίνονται ενάρετοι και δεν μπορεί να υπάρχει καμιά δικαιολογία για αυτό.
    Αν, μία παράβαση για ένα απλό πολίτη είναι παράπτωμα για ένα κυβερνώντα είναι πολύ παραπάνω και μεγαλύερο ολίσθημα.

    Το ψάρι μυρίζει από το κεφάλι
    το νησί του δημοσίου γίνεται άνω κάτω, αν “το κεφάλι πάσχει βαριά”
    και μυρίζει άσχημα.

    6. Οι Λαιστρυγόνες

    Αφήτωρ

    Η μάχη των Πλαταιών για μία ελεύθερη πατρίδα

  17. elzin said,

    Εις `Εστίαν
    Εστίη ή πάντων εν δώμασιν υψηλοίσιν
    αθανάτων τε θεών χαμαί ερχομένων τ’ ανθρώπων
    έδρην αΐδιον έλαχες πρεσβηΐδα τιμήν
    καλόν έχουσα γέρας καί τιμήν: ου γάρ άτερ σού
    ειλαπίναι θνητοίσιν ίν’ ου πρώτη πυμάτη τε
    `Εστίη αρχόμενος σπένδει μελιηδέα οίνον:
    καί σύ μοι ‘Αργειφόντα Διός καί Μαιάδος υιέ
    άγγελε τών μακάρων χρυσόρραπι δώτορ εάων,
    ναίετε δώματα καλά, φίλα φρεσίν αλλήλοισιν

    ίλαος ών επάρηγε σύν αιδοίη τε φίλη τε
    `Εστίη: αμφότεροι γάρ επιχθονίων ανθρώπων
    ειδότες έργματα καλά νόω θ’ έσπεσθε καί ήβη.
    Χαίρε Κρόνου θύγατερ, σύ τε καί χρυσόρραπις `Ερμής.
    αυτάρ εγών υμέων τε καί άλλης μνήσομ’ αοιδής.

    Αφήτωρ

    ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ENΩΜΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΑΙΕΣ
    Ού ποιήσομαι περί πλείονος τό ζήν τής ελευθερίας.

    Ουδέ εγκαταλείψω τούς ηγεμόνας, ούτε ζώντας, ούτε αποθανόντας.

    Αλλά τούς εν τή μάχη τελευτήσαντας τών συμμάχων άπαντας θάψω.

    Καί κρατήσας τώ πολέμω τούς βαρβάρους, τών μέν μαχεσαμένων υπέρ τής Ελλάδος πόλεων ουδεμίαν ανάστατον ποιήσω,

    τάς δέ τά τού βαρβάρου προελομένας απάσας δεκατεύσω.

    Καί τών ιερών εμπρησθέντων καί καταβληθέντων υπό τών βαρβάρων ουδέν ανοικοδομήσω παντάπασιν.

    Αλλ’ υπόμνημα τοις επιγιγνομένοις εάσω καταλείπεσθαι τής τών βαρβάρων ασεβείας.

  18. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία Αφήτωρ […]

  19. elzin said,

    7. Η Σκύλλα και η Χάρυβδη

    Είναι η στιγμή που αποφασίζεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις.
    …. οι συνεργασίες και οι συμφωνίες… που συνήθως αθετούνται.

    Το δέντρο και τα άνθη του
    …ακόμη και του «κακού»,ο 7ος οίκος, οι φανεροί εχθροί, οι συνεταιρισμοί, οι γάμοι, τα δικαστήρια, ο Ζυγός, η κρίση μας ζυγαριάς, οι συμφωνίες και οι Στάβλοι του Αυγεία, η Σκύλλα και η Χάρυβδη, τα αδιέξοδα, τα διλήμματα, οι Συμπληγάδες,
    … το πήδημα στην Άβυσσο.

    Στην μέση του πουθενά,

    Ασάλευτος θα σταθείς να ρωτήσεις τον Επιμηθέα,

    Γιατί έδωσε το κουτί στην Πανδώρα,

    Γιατί άφησε μόνο την ελπίδα τελευταία

    Κλειστή να σιγοκαίει στην καρδιά μας

    Και να ξεγελά τις βεβαιότητες του αυτοκράτορα νου.

    Αφροδίτη Λεόν

    7. Η Σκύλλα και η Χάρυβδη

    Αφήτωρ
    Η μάχη της Χαιρώνειας

  20. elzin said,

    Ύμνος ορφικός

    Ούρανία πολύυμνε φιλομμειδής Άφροδίτη
    ποντογενής γενέτειρα θεά φιλοπάννυχε
    σεμνή νυκτερία ζεύκτειρα
    δολοπλόκε μήτερ Άνάγκης’

    πάντα γάρ έκ σέθεν έστίν
    ύπεζεύξω δέ (τε) κόσμον
    καί κρατέεις τρισσών μοιρών

    γεννάις δέ τά πάντα όσσα τ’ έν ούρανώι έστι
    καί έν γαίηι πολυκάρπωι
    έν πόντου τε βυθώι (τε)

    σεμνή βάκχοιο πάρεδρε τερπομένη θαλίαισι
    γαμοστόλε μήτερ Έρώτων
    Πειθοί λεκτροχαρής κρυφία χαριδώτι
    φαινομένη (τ’) άφανής έρατοπλόκαμ’ εύπατέρεια

    νυμφιδία σύνδαιτι θεών
    σκηπτρούχε λύκαινα
    γεννοδότειρα φίλανδρε ποθεινοτάτη βιοδώτι
    ή ζεύξασα βροτούς άχαλινώτοισιν άνάγκαις
    καί θηρών πολύ φύλον
    έρωτομανών ύπό φίλτρων’ έρχεο

    Κυπρογενές θείον γένος
    είτ’ έν’ Όλύμπωι έσσί θεά βασίλεια
    καλώι γήθουσα προσώπωι
    είτε καί εύλιβάνου Συρίης
    έδος άμφιπολεύεις
    είτε σύ γ’ έν πεδίοισι
    σύν άρμασιχρυσεοτεύκτοις
    Αίγύπτου κατέχεις ίερής
    γονιμώδεα λουτράή καί κυκνείοισιν όχοις
    έπί πόντιον οίδμα
    έρχομένη χαίρεις κητών
    κυκλίαισι χορείαιςή νύμφαις τέρπηι κυανώπισιν
    έν χθονί Δίηι θίνας
    έπ’ αίγιαλοίς ψαμμώδεσιν
    άλματι κούφωι’

    είτ’ έν Κύπρωι
    άνασσα τροφώι σέο ένθα
    καλαί τε παρθένοι άδμηται νύμφαι
    τ’ άνά πάντ’ ένιαυτόν ύμνούσιν σέ
    μάκαιρα καί άμβροτον άγνόν Άδωνιν.

    Έλθέ μάκαιρα θεά
    μάλ’ έπήρατον είδος έχουσα’

    ψυχήι γάρ σε καλώ σεμνήι
    άγίοισι λόγοισιν.

    Αφήτωρ

  21. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία Αφήτωρ […]

  22. elzin said,

    8.Η Κίρκη και ο Άδης
    Είναι ο 8ος οίκος,ο Σκορπιός,
    ο Αετός, ο Πλούτωνας και το σκοτεινό του βασίλειο, ο Ήφαιστος
    και το εργαστήρι του,
    ο Αδης, το προσωπικό υποσυνείδητο, η σκιά, ο άνιμους, η άνιμα,
    ο έρωτας, το σεξ, η σεξουαλική ενέργεια, η χρήση της και η κατάχρηση, η μαγεία, τα μυστήρια, ο Γολγοθάς, ο σταυρός, η σταύρωση, η Γνώση και οι αγγελιοφόροι της, η αναγέννηση.
    Ο Κέρβερος, η Κίρκη, η κάθοδος του Οδυσσέα και του Ηρακλή
    στον Άδη, και η επάνοδο τους.
    Ο 8ος οίκος είναι ο σπόρος!
    O σπόρος που καθορίζει και το είδος του δέντρου και τους καρπούς… που θα βγάλει.
    Ο Πλούτωνας έχει το κλειδί του DNA και ο Ερμής είναι ο κλειδοκράτορας μαζί με το κηρύκειο του.
    Ο Πλούτωνας και ο Ερμής ο ψυχοπομπός συνεργάζονται στενά
    και ο Λόγος του Ερμή, όταν σε κλέβει και σε εξαπατά
    σε οδηγεί στον θάνατο,
    όχι μόνο με την φυσική του σημασία αλλά και με την συμβολική.

    Σε οδηγεί στην ψευδαίσθηση, στην αδράνεια, στην αυτούπνωση και ύπνωση, στην ομίχλη ξεμένεις σε παγιδευτικούς τόπους και νησιά και ψεύτικους λόγους, αποχαυνωτικούς που αρέσκεσαι να πιστεύεις και σε εφησυχάζουν ενώ “το σπίτι σου έχει πάρει φωτιά”.

    Κατεβαίνοντας στο Βασίλειο του Άδη θα συναντήσεις πολλές σκιές
    περπατώντας στην σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου καθ΄όλο το μήκος της.
    Έχουμε και τα Πινέλα έχουμε
    και τα Χρώματα
    και εξορκίζουμε την Κόλαση και ζωγραφίζουμε… ένα Παράδεισο!

    Πλούτων Λεόν

    8.Η Κίρκη και ο Άδης

    Αφήτωρ
    Alexander the Great

  23. elzin said,

    Ορφικός ύμνος Εις Πλούτωνα

    Ω εσύ πού κατοικείς εις τον υποχθονιον κόσμον. ισχυρόκαρδε εις τον κατάσκιον και σκοτεινόν λειμώνα του Ταρτάρου. ώ Δία. πού είσαι κάτω από την γήν και κρατείς σκήπτρον,
    δέξου με προθυμίαν αυτάς τάς θυσίας ώ Πλούτων, που κρατείς τα κλειδιά όλης της γης και παρέχεις πλούτον εις το γένος των ανθρώπων με τους ενιαυσίους καρπούς, που σου έλαχε ως το τρίτον μέρος ή γη, ή βασίλισσα πάντων, ή έδρα των θεών, το ισχύουν στήριγμα των ανθρώπων συ πού εστήριξες τον θρονον σου κάτω σε σκοτεινον χώρον. εις μακρυνον αιώνιον χωρίς ζωήν εις τον ασυγκίνητον Αδην, και εις τον μαυρον Αχέροντα, πού κρατείς τις ρίζες της γης συ πού είσαι κυρίαρχος των ανθρώπων δια του
    θανάτου, ώ συ Εύβουλε πού υποδέχεσαι πολλούς συ πού κάποτε άφού παντρεύτηκες την κόρην της αγνής Δήμητρας και την απέσπασες από τον λειμώνα (από το λειβάδι) την απήγαγες δια μέσου της θαλάσσης επάνω εις τέσσερα άλογα και την έφερες εις κάποιο
    σπήλαιο της Αττικής, είς την περιοχήν της Ελευσίνας, όπου είναι αι πύλαι του Άδου.
    Σύ μόνον επιβραβεύεις τα έργα τα αφανή και τα φανερά, είσαι ενθουσιώδης, κύριος των
    πάντων, ίερώτατος. τιμάσαι με λαμπρότητα καί χαίρεσαι με τους σεβαστούς μυστοπόλους
    και με τα ιερά σεβάσματα σε παρακαλώ να έλθης εις τους μεμυημένους με ευμένειαν καί χαρούμενος.

    Ὦ τὸν ὑποχθόνιον ναίων δόμον, ὀμβριμόθυμε, Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον ἠδὲ λιπαυγῆ, Ζεῦ χθόνιε, σκηπτοῦχε, τάδ᾽ ἱερὰ δέξο προθύμως, Πλούτων, ὃς κατέχεις γαίης κληῖδας ἁπάσης, πλουτοδοτῶν γενεὴν βροτέην καρποῖς ἐνιαυτῶν· ὃς τριτάτης μοίρης ἔλαχες χθόνα παμβασίλειαν, ἕδρανον ἀθανάτων, θνητῶν στήριγμα κραταιόν· ὃς θρόνον ἐστήριξας ὑπὸ ζοφοειδέα χῶρον τηλέπορον {τ᾽}, ἀκάμαντα, λιπόπνοον, ἄκριτον Ἅιδην κυάνεόν τ᾽ Ἀχέρονθ᾽, ὃς ἔχει ῥιζώματα γαίης· ὃς κρατέεις θνητῶν θανάτου χάριν, ὦ πολυδέγμων Εὔβουλ᾽, ἁγνοπόλου Δημήτερος ὅς ποτε παῖδα νυμφεύσας λειμῶνος ἀποσπαδίην διὰ πόντου τετρώροις ἵπποισιν ὑπ᾽ Ἀτθίδος ἤγαγες ἄντρον δήμου Ἐλευσῖνος, τόθι περ πύλαι εἴσ᾽ Ἀίδαο. μοῦνος ἔφυς ἀφανῶν ἔργων φανερῶν τε βραβευτής, ἔνθεε, παντοκράτωρ, ἱερώτατε, ἀγλαότιμε, σεμνοῖς μυστιπόλοις χαίρων ὁσίοις τε σεβασμοῖς· ἵλαον ἀγκαλέω σε μολεῖν κεχαρηότα μύσταις.

    Αφήτωρ
    ΑΧΕΡΩΝ ΠΟΤΑΜΟΣ, ΗΠΕΙΡΟΣ – ACHERON RIVER, EPIRUS, HELLAS

  24. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία Αφήτωρ […]

  25. elzin said,

    Ομηρικός ύμνος στην ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

    Την πολιούχο Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ
    την τρομερή, που με τον Άρη έργα πολεμικά σχεδιάζει
    και λεηλασίες πόλεων, πολέμους κι αλαλάγματα,
    και προστατεύει το στρατό κι όταν υποχωρεί κι όταν ορμάει.
    Χαίρε θεά, δος μου καλοτυχία κι ευδαιμονία.

    Εις ‘Αθηνάν

    Παλλάδ’ ‘Αθηναίην ερυσίπτολιν άρχομ’ αείδειν
    δεινήν, ή σύν »Αρηϊ μέλει πολεμήϊα έργα
    περθόμεναί τε πόληες αϋτή τε πτόλεμοί τε,
    καί τ’ ερρύσατο λαόν ιόντα τε νισόμενόν τε.
    Χαίρε θεά, δός δ’ άμμι τύχην ευδαιμονίην τε.

    Αφήτωρ
    ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.wmv

  26. elzin said,

    9. Οι Σειρήνες….και τα βράχια τους.

    Η χειρότερη μορφή δικτατορίας είναι, να μη γνωρίζεις ότι ζεις και υπόκεισαι σε αυτήν και δυστυχώς οι δικτατορίες εξελίσσονται μαζί με τους ανθρώπους και γίνονται πιο έξυπνες … όπως και ιοί!

    Οι Σειρήνες είναι
    ο 9ος οίκος του ωροσκοπίου, ο Τοξότης, οι Αμαζόνες του Ηρακλή με την βασίλισσα τους την Ιππολύτη, είναι η θρησκεία, η δικαιοσύνη, η επιστήμη, εν μέρει η πολιτική στην θεωρητική της μορφή και ιδεολογία, τα πανεπιστήμια, η ανώτερη μόρφωση και σκέψη, η φιλοσοφία.
    Τα μεγάλα ταξίδια του ανθρώπου και του νου.
    Είναι η κόρη του Δία, η Αθηνά και θεά της σοφίας.
    Η επίγνωση του ανθρώπου.
    Η συνείδηση που γίνεται αυτοσυνείδηση και παρατηρεί τον εαυτό της.
    Το τελικό προϊόν ωρίμανσης.
    Η κρυσταλλοποίηση της γνώσης.
    Το φιλτράρισμα των πληροφοριών.

    Καλημέρα στους γεφυροποιούς του 21 ου αιώνα…που ξημερώνει!

    Μια ερώτηση, μια απάντηση!

    Η δειλία ρωτά είναι ασφαλές
    Η σκοπιμότητα ρωτά είναι συμφέρον
    Η ματαιοδοξία ρωτά είναι δημοφιλές
    Έρχεται όμως κάποια στιγμή, που πρέπει να αποφασίσεις να κάνεις κάτι
    Που δεν είναι ούτε ασφαλές ούτε συμφέρον ούτε δημοφιλές
    Είναι όμως το σωστό! Λέει ο Λούθηρ Κιγκ!

    Αθηνά Λεόν

    9. Οι Σειρήνες

    Αφήτωρ

    Alexander The Great – 1955 Movie

  27. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία Αφήτωρ Like this:LikeBe the first to like this post. […]

  28. elzin said,

    10. Η Καλυψώ

    …και η θλίψη μιας φυλακής.

    Αναζητώντας τις απαντήσεις…

    Οι ερωτήσεις ενός ταξιδευτή της γνώσης

    Το νησί της Καλυψούς
    και… η κυριαρχία του κόσμου!

    Η εξουσία, ο 10ος οίκος, το Ζενίθ, το υψηλότερο σημείο ενός πανόπτη οφθαλμού, πλαισιώνεται αριστερά από τον 9ον οίκο και δεξιά από τον 11ον.
    Κυβερνά πάντα με κάποιους νόμους, τους νόμους του 9ου οίκου και την πολιτική του 11ου μαζί με τις μορφές του πολιτεύματος.
    Κάποιους νόμους που κόβει και ράβει στα μέτρα που την εξυπηρετούν με την βοήθεια των θεοκρατικών σειρήνων, της γραφειοκρατικής δικαιοσύνης και των πολύπλοκων νόμων που συντηρεί και καθιερώνει το σινάφι των μεγαλοδικηγόρων και των χρηματοδοτούμενων κομμάτων.
    Συντηρείται από την ενέργεια των απλών ανθρώπων ανθρώπων, που φροντίζει να κρατάει σε μια κατάσταση ημιθανή, ούτε να ξυπνάνε πολύ και να καταλαβαίνουνε πολλά, αλλά ούτε και πεθαμένοι τελείως, γιατί χρειάζεται υπηρέτες και δούλους και οι πεθαμένοι, ως γνωστόν, δεν δουλεύουν.

    Ζευς Λεόν

    21 ος Αιών

    και οι πολεμιστές της Λάϊον

    επίσκεψη σε υψηλές χιονισμένες κορυφές του Νου του Ολύμπου κυνηγώντας το αγριογούρουνο. και αναζητώντας ένα λαμπερό Ήλιο και το Φως του.

    10. Η Καλυψώ

    Αφήτωρ

  29. elzin said,

    ΔΙΟΣ ΑΣΤΡΑΠΑΙΟΥ

    Κικλήσκω μέγαν, αγνόν, ερισμάραγον, περίφαντον,
    αέριον, φλογόεντα, πυρίδρομον, αεροφεγγή,
    αστράπτοντα σέλας νεφέων παταγοδρόμωι αυδήι,
    φρικώδη, βαρύμηνιν, ανίκητον θεόν αγνόν,
    αστραπαίον Δία, παγγενέτην, βασιλήα μέγιστον,
    ευμενέοντα φέρειν γλυκερήν βιότοιο τελευτήν.

    Αφήτωρ

  30. elzin said,

    11. Στο νησί των Φαιάκων
    περπατώντας … στο κήπο του Αλκίνοου και της Αρήτης!

    Το νησί των Φαιάκων είναι ο 11ος οίκος!

    Είναι η φιλία, οι φίλοι, η ομάδα, η παρέα, η συντροφιά, οι άνθρωποι, η πολιτική, οι πολιτικοί, το πολίτευμα, το κοινοβούλιο, το σύνταγμα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο διάλογος, οι Αλκίνοοι λόγοι, ο Αλκίνοος, η Αρήτη, η Ναυσικά, οι δάσκαλοι,η διδασκαλία τους, η Κερυνήτις Έλαφος, η Άρτεμις, ο Ουρανός, η αστρολογία, τα δένδρα πορτοκαλιές, μηλιές, κερασιές … με τους καρπούς τους και τα άνθη τους, όμορφα, ίσα, διαφορετικά, σε ένα κήπο αρμονικά καλλιεργημένο, όλα, νάχουν νερό, χώμα ρίζες, και όλα να βλέπουν ένα ήλιο της δικαιοσύνης λαμπερό να ανατέλλει το πρωί για όλα χωρίς διακρίσεις και προνόμια για κανένα!

    Μαγικές ασκήσεις για την Άρτεμη!

    Η αδελφή του Απόλλωνα που γεννιέται πρώτη και βοηθά στην γέννηση του!
    Θεά του κυνηγιού, δεινή τοξεύτρια, αγαπάει τα δάση το πράσινο και τρέχει πάντα νέα με ένα κοντό χιτώνα ανάμεσα σε υπερήφανα γερά δένδρα.
    Έχει ένα θαυμαστό μαγικό ελάφι κοντά της με χρυσά κέρατα και ταχύτατους αστραγάλους. Είναι συνήθως άπιαστο και μιλάει με ανθρώπινη φωνή και έχει την μορφή ενός Υδροχόου.
    Ανεξάρτητη ελεύθερη φέγγει την νύχτα με το φως δις αστεριών.
    Βοηθά τους ταξιδευτές να βρίσκουν τον δρόμο τους.
    Ο Ουρανός και τα μυστικά του μαζί με τον λόγο των άστρων είναι στην κατοχή της, καθώς και το νερό της γνώσης ενός Υδροχόου σοσιαλιστή και ανθρωπιστή.
    Η αληθινή ουσιαστική δημοκρατία είναι ο στόχος της!
    Τα ανθρώπινα δικαιώματα αδιαπραγμάτευτα
    και η Ελευθερία ύψιστο αγαθό και η μόνη επιλογή του κάθε Ανθρώπου.
    Η αξιοπρέπεια απαραίτητη προυπόθεση!
    Η Αρετή ένα δύσκολος και στενός δρόμος στη αρχή!

    Άρτεμις Λεόν

    21 ος αιών

    και οι πολεμιστές της Λαϊον ακούνε τα τραγούδια του Δημόδοκου

    και κρύβουν τα δάκρυα τους κάτω από κόκκινο πουκάμισο

    ένα γαλάζιο γράμμα και άσπρο μαντήλι …χαρτί.

    11. Στο νησί των Φαιάκων

    Αφήτωρ

    Η μάχη στα Γαυγάμηλα & ο Μ. Αλέξανδρος 1/3 ~ Battle of Gaugamela

  31. elzin said,

    Εις »Αρτεμιν

    »Αρτεμιν ύμνει Μούσα κασιγνήτην `Εκάτοιο,
    παρθένον ιοχέαιραν, ομότροφον ‘Απόλλωνος,
    ή θ’ ίππους άρσασα βαθυσχοίνοιο Μέλητος
    ρίμφα διά Σμύρνης παγχρύσεον άρμα διώκει
    ες Κλάρον αμπελόεσσαν, όθ’ αργυρότοξος ‘Απόλλων
    ήσται μιμνάζων εκατηβόλον ιοχέαιραν.
    Καί σύ μέν ούτω χαίρε θεαί θ’ άμα πάσαι αοιδή:
    αυτάρ εγώ σε πρώτα καί εκ σέθεν άρχομ’ αείδειν,
    σεύ δ’ εγώ αρξάμενος μεταβήσομαι άλλον ες ύμνον

    ΣΤΗΝ ΑΡΤΕΜΗ
    Την Άρτεμη την αδερφή του Εκάτου ύμνησε Μούσα
    την τοξότρια παρθένα, ομογάλακτη του Απόλλωνα,
    αυτή που τ’ άλογα του βουρλοσκεπασμένου Μέλητος ποτίζει
    και γρήγορα το άρμα τ’ ολόχρυσο απ’ τη Σμύρνη το πηγαίνει
    στην αμπελόφυτη την Κλάρο, εκεί που ο αργυρότοξος Απόλλων
    κάθεται την τηλεύστοχη τοξότρια περιμένοντας.
    Έτσι κι εσύ κι όλες οι θεές μαζί σου ας χαίρεσαι με το άσμα μου,
    όμως εγώ εσένα πρώτα κι από σένα αρχίζω να υμνώ,
    κι αφού από σένα αρχίσω θα περάσω σ’ άλλον ύμνο.

    Αφήτωρ

    Kawir – Artemis

  32. elzin said,

    12.Ιθάκη το νησί του πολεμιστή
    2012. ΤΑ ΚΛΑΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

    Ποσειδών Λεών

    12. Ιθάκη το νησί του πολεμιστή

    Αφήτωρ
    Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

  33. elzin said,

    Εἲς Ποσειδῶνα
    ἀμφὶ Ποσειδάωτα, μέγαν θεόν, ἄρχομ’ ἀείδειν,
    γαίης κινητῆρα καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης,
    πόντιον, ὅσθ’ Ἑλικῶνα καὶ εὐρείας ἔχει Αἰγάς.
    διχθά τοι, Ἐννοσίγαιε, θεοὶ τιμὴν ἐδάσαντο, 5
    ἵππων τε δμητῆρ’ ἔμεναι σωτῆρά τε νηῶν.
    χαῖρε, Ποσείδαον γαιήοχε, κυανοχαῖτα,
    καί, μάκαρ, εὐμενὲς ἦτορ ἔχων πλώουσιν ἄρηγε

    Αφήτωρ

  34. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία Αφήτωρ Like this:LikeBe the first to like this post. […]

  35. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία […]

  36. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία […]

  37. […] Οι μεγάλες μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία […]


Αφήστε απάντηση στον/στην 7. Χαιρώνεια, η μάχη της Αφροδίτης « ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΛΑΪΟΝ Ακύρωση απάντησης