23 Οκτωβρίου, 2010

Η μάχη του Ταύρου

Posted in Ιστορία tagged στις 8:22 ΠΜ από elzin


Ο Μαραθών δεν είναι η γαλήνια πεδιάδα με τα μάραθα, αλλά το πεδίο μάχης που έφερε αντιμέτωπη την Ανατολή με τη Δύση, καθορίζοντας το μέλλον της Ευρώπης.

Ήταν η μάχη του Μαραθώνα μία «αποφασιστική» μάχη των αποφάσεων!

Για πρώτη φορά στην ιστορία τους οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στο δικό τους στοιχείο, δηλαδή στην ξηρά και ο Μαραθώνας προίκισε τους νικητές με την πίστη στο πεπρωμένο τους που ήταν να επιζήσουν επί τρεις αιώνες στη διάρκεια των οποίων γεννήθηκε ο δυτικός πολιτισμός. Ο Μαραθώνας σηματοδότησε τη γέννηση της Ευρώπης.»
Ήταν μια  αποφασιστική για την παγκόσμια ιστορία. «Η μάχη του Μαραθώνα έσπασε για πάντα το μύθο του αήττητου των Περσών που παρέλυε τη διάνοια των λαών. Δημιούργησε στους Έλληνες το πνεύμα που απέκρουσε τον Ξέρξη και μετά οδήγησε τον Ξενοφώντα, τον Αγησίλαο και τον Αλέξανδρο σε τρομερά αντίποινα με τις εκστρατείες τους στην Ασία. Εξασφάλισε για την ανθρωπότητα τον πολιτιστικό θησαυρό των Αθηνών, την ανάπτυξη των ελεύθερων θεσμών, τον φιλελεύθερο διαφωτισμό του δυτικού κόσμου και τη σταδιακή άνοδο για πολλούς αιώνες τις μεγάλες αρχές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.»

Το πιο σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι η μάχη αυτή υπήρξε ο θρίαμβος των ηθικών δυνάμεων έναντι των αριθμών. Οι Αθηναίοι πολίτες που πολεμούσαν στο Μαραθώνα ήξεραν γιατί πολεμούσαν: για τα χωράφια, τις οικογένειες και τα σπίτια τους. Από την άλλη μεριά οι Ασιάτες και Αφρικανοί στρατιώτες, εκτός από τους Πέρσες, δεν ήξεραν γιατί πολεμούσαν και πολλοί από αυτούς απλά έπρεπε να διαλέξουν ποιοι θα τους σκότωναν: οι Αθηναίοι ή οι Πέρσες!

Σε ότι αφορά τις αρχές του πολέμου μπορεί να πούμε ότι ο Μιλτιάδης εφάρμοσε για πρώτη φορά στην ιστορία, χωρίς να έχει αποφοιτήσει από κάποια στρατιωτική ακαδημία, τις εξής:

Επιθετικότητα: Ανέλαβε την πρωτοβουλία και διέταξε την επίθεση κατά των Περσών με μικρότερη αριθμητικά δύναμη, στην κατάλληλη στιγμή.
Οικονομία Δυνάμεων και Συγκέντρωση: Ανάπτυξε τα τμήματά του με τέτοιο τρόπο ώστε να χτυπήσει το πιο αδύνατο σημείο της γραμμής των Περσών με το ισχυρότερο σημείο της δικής του διάταξης. Με άλλα λόγια εφάρμοσε μεγάλη μαχητική ισχύ στο αποφασιστικό σημείο στον κατάλληλο χρόνο. Με τον τρόπο αυτό έκανε εκείνο που λίγοι στρατηγοί έχουν κάνει: έσπασε ένα «ταμπού» αλλάζοντας μια τακτική που εφαρμοζόταν επί πολλά χρόνια διακινδυνεύοντας ένα «ανάθεμα» στην περίπτωση που θα αποτύγχανε.
Ενότητα Διοικήσεως: Ο Ηρόδοτος μας λεει ότι οι Αθηναίοι στρατηγοί πρόσφεραν τη σειρά αρχηγίας τους στο Μιλτιάδη, αλλά εκείνο επιτέθηκε την ημέρα που είχε έρθει η δική του σειρά. Έτσι εξασφάλισε ότι όλες οι Φυλές ήταν κάτω από τις διαταγές ενός υπεύθυνου διοικητή.
Αιφνιδιασμός: Πρώτα έπεισε τους Αθηναίους να πάνε στο Μαραθώνα και μετά επιτέθηκε την κρίσιμη στιγμή στους Πέρσες με νέα τακτική με τέτοιο τρόπο ώστε οι Πέρσες πίστεψαν ότι οι Αθηναίοι είχαν τρελαθεί!
Ελιγμός: Στη μάχη του Μαραθώνα ο Μιλτιάδης εφάρμοσε τον ελιγμό της διπλής υπερκέρασης. Δεν έχει σημασία ότι το μέτωπο ήταν μικρό. Έτσι διεξάγονταν οι μάχες εκείνες τις ημέρες. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο θαυμάσιος ελιγμός, που επαναλήφθηκε συχνά από άλλους μεγάλους στρατηγούς, επινοήθηκε και διευθύνθηκε με επιτυχία για πρώτη φορά από τον Μιλτιάδη που δεν είχε προηγούμενη γνώση ή παράδειγμα.

«Η εικόνα του Μιλτιάδη σαν διοικητή στο πεδίο της μάχης στέκεται γιγάντια στα πρώιμα χρονικά της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Βρίσκουμε εδώ την πιο πλήρη και την πιο σπάνια μορφή ηγεσίας που έχει γεννήσει η πολεμική τέχνη μέχρι σήμερα, τον συνδυασμό άμυνας – επίθεσης, στις απλές καλλιτεχνικές γραμμές του πρώτου μεγάλου στρατιωτικού γεγονότος. Τι διορατικότητα στην επιλογή του πεδίου της μάχης, τι αυτοέλεγχος εν αναμονή της εχθρικής επίθεσης, τι εξουσία επί των μαζών, επί ενός στρατού από υπερήφανους, ελεύθερους πολίτες ώστε να μπορέσει να τους συγκρατήσει σταθερά στη θέση που είχε διαλέξει και μετά να τους οδηγήσει σε μια ξέφρενη επίθεση την αποφασιστική στιγμή! Όλα ήταν ρυθμισμένα για τη στιγμή αυτή -ούτε ένα λεπτό νωρίτερα, οπότε οι Αθηναίοι θα έφταναν στον εχθρό ξέπνοοι και αποδιοργανωμένοι, ούτε ένα λεπτό αργότερα, οπότε πολλά από τα βέλη του εχθρού θα είχαν βρει το στόχο τους και ο μεγάλος αριθμός των ανδρών που θα έπεφταν και θα δίσταζαν θα έσπαγε την ορμή της εφόδου, η οποία θα έπρεπε να πέσει σαν χιονοστιβάδα στις γραμμές του εχθρού αν ήθελε να νικήσει. Θα έχουμε ευκαιρία να αναλύσουμε και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις αλλά ποτέ μια μεγαλύτερη από αυτή.»

Πολύ προτού αναμετρηθούν στο ένδοξο πεδίο της μάχης του Μαραθώνα, Ελληνες και Πέρσες είχαν «κονταροχτυπηθεί» με στόχο την επικράτηση στις ευημερούσες ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας. Πίσω στη Μικρά Ασία το νέο καθεστώς απαιτούσε τώρα την τακτική καταβολή Οσα επακολούθησαν τα επόμενα χρόνια στην Ιωνία απλώς επέσπευσαν την αναπόφευκτη σύγκρουση των δύο πλευρών, προσφέροντας στον βασιλιά των Περσών το πρόσχημα που ζητούσε για την κατά μέτωπο επίθεση στη μητροπολιτική Ελλάδα.

Από την πρώτη ημέρα οι απόψεις στο ελληνικό στρατόπεδο διίσταντο. Οι μισοί εκ των στρατηγών διατράνωναν ότι ήταν πολύ λίγοι για να υψώσουν ανάστημα έναντι των Περσών, ενώ οι άλλοι μισοί, με κύριο εκφραστή τους τον Μιλτιάδη, επέμεναν να προχωρήσουν πάραυτα σε μάχη. Από το αδιέξοδο της ισοψηφίας και της απραξίας ήρθε να βγάλει τους Αθηναίους ο σεβάσμιος πολέμαρχος Καλλίμαχος ο Αφιδναίος, η γνώμη του οποίου είχε βαρύνουσα σημασία και ήταν σύμφωνα με τον νόμο ισοδύναμη με εκείνη των στρατηγών. Αφού η πλάστιγγα έγειρε προς την ανάληψη δράσης, καθένας από τους πέντε στρατηγούς που είχαν αποφανθεί υπέρ της μάχης παραχωρούσε την ημέρα της αρχιστρατηγίας του τη θέση του στον Μιλτιάδη, αφήνοντάς στη δική του ευχέρεια την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για επίθεση. Αν και δέχθηκε την τιμή, ο 60χρονος τότε στρατηγός περίμενε διακριτικά την ημέρα της δικής του αρχιστρατηγίας προκειμένου να εμπλακεί σε μάχη.

Η ελληνική πλευρά, που δεν διέθετε ούτε ιππικό ούτε τοξότες, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους πέρσες ιππείς σε ανοιχτό πεδίο. Οταν λοιπόν λίγο πριν από την αυγή της έκτης ημέρας οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι το περσικό ιππικό απουσίαζε προσωρινά από το στρατόπεδο, κατάλαβαν ότι αυτή ήταν η ιδανική συγκυρία για τη μάχη. Ηταν πλέον η στιγμή να τεθεί σε εφαρμογή η ιδιοφυής τακτική του Μιλτιάδη, η λεγόμενη «λαβίδα».

Στη δεξιά πλευρά της φάλαγγας βρισκόταν ο Καλλίμαχος με τους άνδρες του. Ακολουθούσαν οι υπόλοιπες αθηναϊκές φυλές και στην αριστερή πτέρυγα ήταν παρατεταγμένοι οι Πλαταιείς. Γνωρίζοντας την αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο αθηναίος στρατηγός φρόντισε να παρατάξει το πεζικό του σε μέτωπο ίδιου μήκους με των αντιπάλων. Ταυτόχρονα είχε ενδυναμώσει τα δύο άκρα της φάλαγγάς του, τα οποία διέθεταν διπλάσιο βάθος από το αποδυναμωμένο κέντρο του. Μόλις λοιπόν άρχισαν οι πρώτες επαφές σώμα με σώμα, οι πέρσες στρατιώτες του κέντρου άρχισαν να προελαύνουν απωθώντας το ελληνικό κέντρο προς τα πίσω. Την ίδια στιγμή τα ισχυρά άκρα των Ελλήνων είχαν τρέψει σε άτακτη υποχώρηση τα δύο άκρα του περσικού μετώπου. Στη συνέχεια τα δύο άκρα συγκρότησαν ενιαίο μέτωπο και άρχισαν να πλαγιοκοπούν το εκτεθειμένο κεντρικό τμήμα των Περσών. Σημειωτέον ότι Αθηναίοι και Πλαταιείς υπερτερούσαν στη μάχη σώμα με σώμα γιατί ήταν πολύ βαριά οπλισμένοι – με ξίφος, δόρυ, ασπίδα, κράνος και θώρακα – σε αντίθεση με τους Πέρσες, οι οποίοι βασίζονταν κυρίως στο ελαφρύ ακόντιο και στο τόξο τους και ήταν ως επί το πλείστον εκπαιδευμένοι για μάχες εξ αποστάσεως.

Η επέλαση των Ελλήνων

Τρομακτική πρέπει να ήταν η φάλαγγα καθώς ξεκίνησε με τον στριγγό ήχο της φλογέρας. Ας τη φανταστούμε να ορμά τρέχοντας, όχι 150 μ., αλλά τα 1.500 μ. που τη χώριζαν από τις γραμμές του αντιπάλου. Είναι η εικόνα που δίνει ο Ηρόδοτος. Οι Πέρσες, λέει, «νόμιζαν ότι οι Αθηναίοι είχαν τρελαθεί και όδευαν στον όλεθρο, καθώς τους έβλεπαν λίγους να τρέχουν χωρίς να έχουν ούτε ιππικό ούτε τοξότες». Κάποια στιγμή τα επίλεκτα σώματα του περσικού στρατού έκοψαν στο κέντρο τη λεπτή γραμμή των Αθηναίων, που ετράπησαν σε φυγή προς το Αγριελίκι (ή τον Βρανά, αν η παράταξη ήταν σε λοξή θέση προς την παραλία), όπως υποθέτει ο συγγραφέας. «Αυτή ήταν η πιο κρίσιμη στιγμή της σύγκρουσης. Στο μεταξύ οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς που κατείχαν τα κέρατα είχαν προλάβει να τρέψουν σε φυγή τους αντιπάλους και κλείνοντας την τσιμπίδα (συγκλίνοντας τα κέρατα) να συντρίψουν το νικηφόρο περσικό κέντρο». Ετσι σε λίγες ώρες είχαν όλα τελειώσει για τους Πέρσες.

Η ισχυρή αριστερή και δεξιά πτέρυγα είχαν τώρα στραφεί στο πίσω μέρος του κύριου όγκου του περσικού πεζικού, το οποίο με μια κίνηση βρέθηκε στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο ελληνικές γραμμές επίθεσης. Υπό τον κίνδυνο να κυκλωθούν από όλες τις πλευρές χωρίς οδό διαφυγής, οι πέρσες στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή προς τα καράβια τους. Αθηναίοι και Πλαταιείς ακολουθούσαν κατά πόδας. Η άγρια καταδίωξη οδήγησε πολλούς πέρσες στρατιώτες στα παρακείμενα έλη και μοιραία στον πνιγμό. Λυσσώδεις μάχες δόθηκαν τόσο στο κοντινό δάσος όσο και στην ακτή, στη διάρκεια της απεγνωσμένης προσπάθειας των αντιπάλων να επιβιβαστούν στα πλοία. Εκατοντάδες πνίγηκαν επί τόπου. Οι εχθροπραξίες διήρκεσαν ως το απόγευμα, οπότε και το τελευταίο εχθρικό πλοίο είχε χαθεί πλέον από τον ορίζοντα. Παρά τη συντριβή τους, οι Πέρσες δεν έβαλαν πλώρη για κάποιο λιμάνι της Μ. Ασίας, αντίθετα, αφού περιέπλευσαν το Σούνιο, κατευθύνθηκαν προς το Φάληρο με σκοπό να αποβιβαστούν και να εξαπολύσουν ανενόχλητοι την επίθεσή τους στην ανυπεράσπιστη Αθήνα. Για κακή τους τύχη οι Αθηναίοι είχαν προβλέψει αυτή την εξέλιξη και ο Μιλτιάδης με τους στρατιώτες του κατευθύνθηκε γρήγορα προς το αθηναϊκό επίνειο. Το ελληνικό στράτευμα παρατάχθηκε ταχύτατα δίπλα στον ναό του Ηρακλή στο Κυνόσαργες, πολύ προτού φανούν τα πανιά των αντιπάλων. Στη θέα των παρατεταγμένων Ελλήνων ο περσικός στόλος άλλαξε γρήγορα πορεία και επέστρεψε αποδεκατισμένος στη βάση του.

Πίσω στο πεδίο της μάχης ο τελικός απολογισμός ήταν εντυπωσιακός: 6.400 Πέρσες έπεσαν νεκροί έναντι μόλις 192 Ελλήνων. Οσο για τα τρόπαια της μάχης, εκτός από τα επτά πλοία που κατάφεραν να ακινητοποιήσουν, Αθηναίοι και Πλαταιείς περισυνέλεξαν πλήθος πολύτιμων λαφύρων, μέρος των οποίων αποτέλεσε τον λεγόμενο αθηναϊκό «θησαυρό» στο Μαντείο των Δελφών, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα ως πρώτη ύλη για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του γλύπτη Φειδία.

Οσο για τους Σπαρτιάτες, έστειλαν τελικά ενισχύσεις στους Αθηναίους, μόνο που οι 2.000 πάνοπλοι πολεμιστές τους έφθασαν στην περιοχή του Μαραθώνα την επομένη της μάχης. Αφού αντίκρισαν τους χιλιάδες νεκρούς Πέρσες και συνεχάρησαν τους θριαμβευτές μαραθωνομάχους, πήραν «αμαχητί» τον δρόμο της επιστροφής. Σύμφωνα πάντα με τον θρύλο, μετά το πέρας της μάχης ένας εκ των ελλήνων πολεμιστών, άρχισε να τρέχει ενθουσιώδης και πάνοπλος με κατεύθυνση την πόλη της Αθήνας, καλύπτοντας σε μερικές ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων. Οταν έφτασε στο κέντρο της πόλης, όπου περίμεναν με αγωνία τα γυναικόπαιδα, αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!» και έπεσε νεκρός από την εξάντληση. (Από τη λαϊκή αυτή αφήγηση προέκυψε το 1896, με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων επί ελληνικού εδάφους, η πρόταση να καθιερωθεί ως επίσημο ολυμπιακό αγώνισμα ο μαραθώνιος δρόμος, που έκτοτε καλύπτει απόσταση 42 χιλιομέτρων και 195 μέτρων.)

Στη μάχη του Μαραθώνα πολέμησε και τραυματίστηκε και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, ο οποίος αργότερα έλαβε μέρος και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τελευταία επιθυμία του μάλιστα ήταν μετά θάνατον να τον ενθυμούνται οι συμπατριώτες του ως γενναίο μαραθωνομάχο παρά ως επιτυχημένο τραγωδό, γεγονός που μαρτυρεί και το σχετικό επιτύμβιο επίγραμμα στον τάφο του. Στο πλευρό του Αισχύλου αγωνίστηκε με αυταπάρνηση και ο αδελφός του, Κυναίγειρος, ο οποίος ήταν ένας από τους 192 πολεμιστές της ελληνικής πλευράς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με τον θρύλο ο Κυναίγειρος προσπάθησε να ανασχέσει τη φυγή ενός από τα περσικά πλοία, πιάνοντάς το από την πρύμνη, για να του κόψουν τελικά το χέρι με τσεκούρι. Στην ίδια μάχη βρήκε τον θάνατο και ο αθηναίος πολέμαρχος Καλλίμαχος. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι για πρώτη φορά στη μάχη του Μαραθώνα οι Αθηναίοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν πλάι πλάι με τους δούλους τους.

Αφού λοιπόν περισυνέλεξαν τις σορούς των πεσόντων οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τα ταφικά τους έθιμα, έκαψαν τους νεκρούς τους και έθαψαν τα οστά τους σε παρακείμενο χώρο, δημιουργώντας τύμβο ύψους 9 μέτρων και διαμέτρου 50 μέτρων – η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ακόμη και ίχνη από το τελετουργικό νεκρόδειπνο όπου συνέτρωγαν οι ζωντανοί για να τιμήσουν τους νεκρούς μετά την καύση. Στην κορυφή του τύμβου αναρτήθηκαν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες με τα ονόματα των πεσόντων μαραθωνομάχων κατά φυλές, συνοδευόμενα από το επιτάφιο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου: «Ελληνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν» («Πρόμαχοι των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα ταπείνωσαν τη δύναμη των χρυσοφορεμένων Μήδων»).

Λίγο μακρύτερα βρίσκονται και οι τάφοι των νεκρών Πλαταιέων, οι τάφοι των δούλων, ενώ οι απόψεις διίστανται σχετικά με την τύχη των 6.400 νεκρών περσών στρατιωτών που έπεσαν πληγωμένοι θανάσιμα στο πεδίο της μάχης ή καταδικάστηκαν σε πνιγμό στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να φθάσουν στα πλοία τους διασχίζοντας τα λασπώδη έλη ή πέφτοντας με τις βαριές χρυσοποίκιλτες στολές τους στη θάλασσα. Αλλοι υποστηρίζουν ότι οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τις αρχές τους, δεν θα άφηναν ποτέ κάποιον άταφο, ωστόσο ο μεταγενέστερος περιηγητής Παυσανίας διατείνεται ότι, ύστερα από επιτόπια έρευνα, δεν είδε πουθενά στην περιοχή τάφους Περσών.

Δεκαετίες, ίσως ακόμη και αιώνες μετά τη μάχη, δεκάδες αθηναίοι έφηβοι οδηγούνταν από τους δασκάλους τους στο πεδίο της μάχης για να προσφέρουν θυσίες και να τοποθετήσουν στεφάνι στον τάφο των πεσόντων μαραθωνομάχων. Πολλούς αιώνες αργότερα, το 1810, ο φιλέλληνας ποιητής Λόρδος Βύρων, λίγο προτού φθάσει στο Μεσολόγγι, είχε επισκεφθεί τον Μαραθώνα και έγραψε: «Τα βουνά ατενίζουν τον Μαραθώνα και ο Μαραθώνας κοιτά τη θάλασσα. Μόνος για λίγο με τις σκέψεις μου εκεί, την Ελλάδα ονειρεύτηκα ελεύθερη. Γιατί στεκόμουνα στου Πέρση τον τάφο και δεν θεωρούσα τον εαυτό μου σκλάβο».

Οι σύγχρονοι ιστορικοί κάνουν λόγο για τη σημαντικότερη ίσως μάχη των αρχαίων χρόνων, επειδή άλλαξε στην κυριολεξία τον ρου της ιστορίας. Αν αντί των Αθηναίων είχαν επικρατήσει οι Πέρσες, πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε σήμερα για τον χρυσό αιώνα και τα κλασικά χρόνια, ενώ η πορεία της Ευρώπης θα είχε πιθανότατα διαφορετική τροπή. Και ενώ η θριαμβευτική νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα δεν εξάλειψε διά παντός την περσική απειλή, την απώθησε ωστόσο για την επόμενη δεκαετία, αφήνοντας στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις τον χρόνο να προετοιμαστούν κατάλληλα και με αναπτερωμένο ηθικό να αντιμετωπίσουν το αντίπαλον δέος στην τρίτη και τελευταία του απόπειρα να κυριαρχήσει στην περιοχή.

Ο Μαραθών δεν είναι η γαλήνια  καταπράσινη πεδιάδα με τα μάραθα της Δήμητρας  αλλά το πεδίο  σύγκρουσης  του φωτός και του σκότους  για την  εδραίωση  του κέντρου των αποφάσεων στο λαιμό  και στον κορμό  της Ελλάδος και η υπεράσπιση  του καθορίζοντας το μέλλον του κόσμου και της εξέλιξης  της συνείδησης του